~6~

11 2 0
                                    

Ξύπνησα από το ελάχιστο φως που έμπαινε από τα μπατζούρια. Είχα δει ένα υπέροχο όνειρο...αν και είναι το ίδιο εδώ και 3 μέρες! Εγώ και εκείνος μαζί... τίποτε άλλο! Σηκώθηκα γεμάτη χαρά και πήγα να ετοιμάσω μια κούπα τσάι. Οι περισσότεροι αναρωτιούνται πώς μπορώ χωρίς καφέ...δεν είναι ότι δε μου αρέσει, απλώς προτιμώ το τσάι. Έφτιαξα και μια φέτα ψωμί με βούτυρο με μέλι και πήγα να κάτσω στον καναπέ. Τα έπιπλα που είχα δεν ήταν πολλά. Τα περισσότερα ήταν από το παλιό μου σπίτι όπως ο καναπές, το τραπέζι και οι καρέκλες της κουζίνας, το κρεβάτι μου και το γραφείο μου. Τα υπόλοιπα έπιπλα μου ήταν δώρα, όπως η πολυθρόνα που μου την πήρε η μαμά μου, το τραπεζάκι του σαλονιού η αδερφή μου και την τουαλέτα για τα καλλυντικά μου η ξαδέρφη μου. Υπήρχαν και μερικά έπιπλα που με λίγες διορθώσεις θα ήταν σαν καινούργια, σαν τη βιβλιοθήκη και την ντουλάπα. Όμως για αυτά έπρεπε να βρω κάποιον να με βοηθήσει... Ξαφνικά χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η ξαδέρφη μου. "Έλα Κορίνα! Καλημέρα!"
"Καλημέρα Θάλεια. Συγνώμη αν σε ενοχλώ απλώς ήθελα να σε ρωτήσω κάτι για το σπίτι..." μου είπε με έναν δισταγμό. Της είχα νοικιάσει το σπίτι μου και έτσι με τα χρήματα που μου έδινε κάπως θα τα βόλευα με το καινούργιο μου σπίτι. "Έλα, ρώτα με!"
"Να, θα ήθελα να βάψω τον τοίχο του δωματίου κίτρινο και θέλω την έγκριση σου."
"Αυτό ήταν όλο; Σιγά το πράγμα! Κάνε ότι θέλεις!"
"Α! Τέλεια. Σε ευχαριστώ πολύ!"
"Τίποτα καλέ! Άντε, τα λέμε."
"Γεια!" με χαιρέτησε και το κλείσαμε. Μόλις τελείωσα το πρωινό μου πήγα και πήρα μια εφημερίδα και άρχισα να ψάχνω, πάλι, για δουλειά ενώ σκεφτόμουν μια δικαιολογία για να επισκεφθώ τον Ορφέα. Και τότε μου ήρθε: πήγα γρήγορα να ντυθώ για να πάω στο βιβλιοπωλείο. Έβαλα τη μπλε ολόσωμη φόρμα μου έβαλα τα άσπρα μου sneakers, άφησα τα μαλλιά μου κάτω και έφυγα άρον άρον. Είχα βρει την τέλεια δικαιολογία. Μόλις μπήκα στο μαγαζί, εκείνος εξυπηρετούσε έναν κύριο. Μόλις με είδε μου χαμογέλασε πλατιά και του το ανταπέδωσα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά καθώς χαιρετούσε τον πελάτη και έστρεψε το βλέμμα του σε εμένα. "Λοιπόν, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω δεσποινής μου;" με ρώτησε κάνοντας μια μικρή υπόκλιση και εγώ άρχισα να γελάω. "Ήθελα να αγοράσω...ένα τετράδιο." σκαρφίστηκα μια δικαιολογία, "...αλλά επί την ευκαιρία ήθελα να σε ρωτήσω και κάτι." συνέχισα δήθεν κοιτάζοντας τα ράφια με τα τετράδια. "Ρώτα με ότι θες." μια απάντησε. "Να, ήθελα να σε ρωτήσω, επειδή μερικά έπιπλα του σπιτιού μου χρειάζονται επιδιορθώσεις, αν έχεις κατά νου κάποιον μάστορα για να με βοηθήσει." ολοκλήρωσα την ερώτηση μου και ο Ορφέας έλαμψε από ενθουσιασμό. "Ναι! Ξέρω κάποιον. Τον κολλητό μου. Είναι ο κατάλληλος για αυτήν την δουλειά." μου είπε αρπάζοντας ένα χαρτί και ένα στυλό. Σκέφτηκε για λίγο και έγραψε κάτι στα γρήγορα. "Πάρε." είπε και μου έδωσε το χαρτάκι. "Έχει το τηλέφωνο του. Στέφανο τον λένε. Πες του ότι είσαι από εμένα. Θα σου κάνει και έκπτωση!"
"Τέλεια! Σε ευχαριστώ πάρα πολύ." είπα κοιτάζοντας μια το χαρτί και μια εκείνον. Αυτά τα μάτια του...σαν σμαράγδια. Κοίταξα το ράφι με τα τετράδια, άρπαξα ένα που είχε απέξω κάτι όμορφες πεταλούδες και του το έδωσα. "Λέω να πάρω αυτό."

° Βιβλιοπωλείο: Ο Χάρτινος Κόσμος °Where stories live. Discover now