Αλκμήνη
Ο ήχος από το ξυπνητήρι την έκανε να ανοίξει τα μάτια της και να τα στυλώσει για λίγο στο ταβάνι, προσπαθώντας να ξυπνήσει. Έξω δεν είχε ξημερώσει καλά καλά και έκανε ακόμη κρύο. Δεν ήθελε να αποχωριστεί τα αφράτα της σκεπάσματα μα ήξερε πως έπρεπε να το κάνει. Κάτι τέτοιες στιγμές στην ενήλικη ζωή της, αναπολούσε έντονα τα παιδικά της χρόνια που χουχούλιαζε και η μόνη της έννοια ήταν το σχολείο στις οκτώ το πρωί και δεν χρειαζόταν να ξυπνάει από τις έξι μισή το χάραμα.
<<Κλείστο το ρημάδι!>>μουρμούρισε η αγουροξυπνημένη φωνή του Παναγιώτη δίπλα της και έφερε το μαξιλάρι πάνω από το κεφάλι του νευριασμένος.
Α, ναι είναι και αυτός εδώ.
Η Αλκμήνη ξεφύσησε και έκλεισε το ξυπνητήρι της, ενώ σηκωνόταν για να ετοιμαστεί για το γραφείο. Πλέον η καθημερινότητά της κυλούσε μηχανικά από το γραφείο στην Βανέσα και από την Βανέσα στο σπίτι της ή στο σπίτι του Παναγιώτη. Απέφευγε να κοιμάται μαζί του, της άρεσε να ξυπνά μόνη της, μα όταν αυτός ερχόταν σπίτι της, όπως συνέβη χθες το βράδυ, δεν μπορούσε να τον διώξει.
Είχαν περάσει χωριστά την Πρωτοχρονιά, καθώς ο Παναγιώτης ήθελε να πάει στους γονείς του στον Βόλο και αν και πρότεινε στην Αλκμήνη να τον συνοδεύσει η κοπέλα αρνήθηκε κάθετα. Ήταν μόλις μερικούς μήνες μαζί και δεν ήθελε καθόλου να γνωριστεί με τα ''πεθερικά'' της. Το ήξερε πως δεν ήταν πλέον μωρά και πως ίσως ήταν παράλογη η συμπεριφορά της, μα δεν της έβγαινε καθόλου. Εξάλλου είχε και μια κολλητή έγκυο που δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να αφήσει μόνη.
Περάσανε την Πρωτοχρονιά στο σπίτι της, μαζί με τον πατέρα της Βανέσας και την μητέρα της Αλκμήνης και για αυτήν ήταν τέλεια. Βέβαια ο Παναγιώτης της κράτησε λίγα μούτρα αλλά δεν την ένοιαζε και πολύ. Είχε μπει αισίως ο Φεβρουάριος και ακόμα της χτυπούσε κάτι που συνέβη έναν μήνα πριν.
Δεν προλάβαινε να πιει καφέ, οπότε θα έπαιρνε από έξω. Πλύθηκε βιαστικά, φόρεσε ένα υφασμάτινο παντελόνι, μία λεπτή μπλούζα και το παλτό της και ξεκίνησε για το γραφείο της, όπως κάθε πρωί.
Συνήθως τις Δευτέρες είχε τρομερή κίνηση στους δρόμους καθώς όλοι πήγαιναν στις δουλειές τους εκείνες τις ώρες και η σημερινή δεν αποτελούσε εξαίρεση. Σιχαινόταν να μένει πολύ στο αμάξι, καθώς η θέρμανση των αυτοκινήτων δεν την ζέσταινε ποτέ.
Έφτασε στην εταιρία στον Πειραιά, χωρίς τελικά να πάρει καφέ, θα έλεγε στην γραμματέα της να της φτιάξει έναν. Παρόλο που ήταν το αφεντικό, δεν ήθελε ποτέ να αργεί. Αν δεν έδινε η ίδια το καλό παράδειγμα, τότε ποιος θα το έκανε;
YOU ARE READING
Πιάσε με αν μπορείς
Romance'' Πάω στοίχημα ότι δεν με έβγαλες από το μυαλό σου χθες το βράδυ'' '' Θα το χάσεις'' του είπε, χωρίς η σιγουριά να χρωματίζει την φωνή της. '' Πες μου Βανέσα, φανταζόσουν σε τι στάσεις θα σε έπαιρνα όλο το βράδυ;'' της είπε με φωνή αισθησιακή. Ο...