Την ημέρα του γάμου η Βανέσα ένιωθε υπερβολικά αγχωμένη, σαν να έβγαινε πρώτη φορά ραντεβού μαζί του, με τον άνδρα που θα περνούσε όλη της τη ζωή. Η τελετή θα ήταν λιτή, με δικά τους άτομα κάτι που ήθελαν και οι δύο παρά την επιμονή της Αλκμήνης να γίνει ο γάμος κοσμικός και θέμα συζήτησης. Προτιμούσαν τους χαμηλούς τόνους, ήταν καλύτερο και για τους δύο.
Μόλις ο Άλεξ την είδε να μπαίνει στην εκκλησία, κρατώντας τον πατέρα της από το μπράτσο, ένιωσε την καρδιά του να σταματά να χτυπά. Ήταν ο,τι πιο όμορφο είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή του, έτσι ντυμένη στα λευκά, ήταν ένα όνειρο που περπατούσε προς το μέρος του χαμογελώντας.
Τα καταπράσινα μάτια της πρόδιδαν την συγκίνησή της και η κοπέλα ήθελε να τρέξει προς το μέρος του, να γίνει γυναίκα του όσο πιο σύντομα γίνεται. Ο Αγγελόπουλος παρέδωσε την κόρη του στα χέρια του Άλεξ και αυτός της έδωσε την ανθοδέσμη και ένα τρυφερό φιλί.
<<Είσαι πανέμορφη μωρό μου.>>της ψιθύρισε, χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από τα μάτια που τόσο είχε ερωτευτεί.
Η Βανέσα του χαμογέλασε και πήραν θέση δίπλα δίπλα και η λειτουργία ξεκίνησε. Δεν το πίστευε ότι μετά από όλα αυτά θα την παντρευόταν, θα ζούσε μαζί της και με τον γιο τους, μια πραγματική οικογένεια.
Η Αλκμήνη με τον Άρη στεκόντουσαν ακριβώς από πίσω για να αλλάξουν τα στέφανα. Η κοπέλα φανερά συγκινημένη και ο Άρης χαλαρός και ευδιάθετος όπως πάντα.
Του έριξε μια πλάγια ματιά.<<Σταμάτα να πειράζεις την γραβάτα σου, μια ώρα έκανα να την δέσω.>>του επέπληξε διακριτικά και ο Άρης ξεφύσησε.
<<Αφού σου είπα δεν τις μπορώ αυτές τις μαλακίες.>>γκρίνιαξε σαν μωρό και η Αλκμήνη του έκανε νόημα να σταματήσει.
Ο ιερέας έψελνε μονότονα τον σκοπό του και τα χέρια του Άλεξ και της Βανέσας ήταν σφιχτά ενωμένα. Όλα ήταν σαν όνειρο, ο ναός ήταν στολισμένος με λευκά και κόκκινα λουλούδια, το νυφικό όπως ακριβώς το φανταζόταν και ο άνδρας δίπλα της ήταν ο άνθρωπός της.
<<Ευτυχώς που γίναμε κουμπάροι εδώ γιατί δεν τον άντεχα τον Δημοσθένη.>>είπε ο Άρης σκύβοντας στο αφτί της Αλκμήνης.
Η Αλκμήνη τον κοίταξε στραβά<<Ποιος θα σε καλούσε στου Δημοσθένη;>>
<<Αφού εσύ θα ήσουν κουμπάρα, ποιος θα ήταν ο κουμπάρος;>>είπε ο Άρης αυτονόητα την ώρα που περνούσα τα στέφανα από το ένα κεφάλι στο άλλο.
YOU ARE READING
Πιάσε με αν μπορείς
Romance'' Πάω στοίχημα ότι δεν με έβγαλες από το μυαλό σου χθες το βράδυ'' '' Θα το χάσεις'' του είπε, χωρίς η σιγουριά να χρωματίζει την φωνή της. '' Πες μου Βανέσα, φανταζόσουν σε τι στάσεις θα σε έπαιρνα όλο το βράδυ;'' της είπε με φωνή αισθησιακή. Ο...