Ο Αγγελόπουλος καθόταν στο γραφείο του και τα τηλέφωνα είχαν ξεκινήσει να σπάνε από το πρωί. Οι κουβέντες πάντοτε ήταν μετρημένες, δεν έδινε πολλές πληροφορίες. Άλλοι έπαιρναν να ρωτήσουν αν όλα ήταν καλά και άλλοι, οι περισσότεροι, για να διαπιστώσουν αν υπήρχε ακόμη αξιοπιστία. Τα νέα κυκλοφόρησαν ταχύτατα και φυσικά έπρεπε με κάποιον τρόπο όλα να αποκατασταθούν. Ακόμη δεν είχε συνέλθει από το χθεσινό χουνέρι, μα δεν θα άφηνε κανέναν να το αντιληφθεί αυτό. Ήταν ο αρχηγός και έπρεπε να εμπνέει στους πάντες αξιοπιστία, να μην νιώσει κανείς πως στάθηκε ευάλωτος και πως έχει επηρεαστεί. Έπρεπε όλη η ομάδα να βασίζεται άφοβα πάνω του.
Οι ισορροπίες είχαν διαταραχτεί και η εμπιστοσύνη είχε δεχθεί ένα τεράστιο πλήγμα. Έπρεπε να χτίσει πράγματα από το μηδέν, αξίες που καταστράφηκαν μέσα σε μια στιγμή και πονοκεφάλιαζε και μόνο στην ιδέα. Από την άλλη είχε χάσει και μερικούς άντρες του, ένας εκ των οποίων, ο Τέο ήταν έμπιστος. Όφειλε να τιμήσει την απουσία του. Παρά την δουλειά του πάντοτε σιχαινόταν τον θάνατο, αφού δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Όλοι άνθρωποι μπορούν πολύ εύκολα να δεχθούν ότι ήταν το απόλυτο τίποτα πριν γεννηθούν, μα αρνούνται να αποδεχτούν ότι αυτό θα συμβεί και όταν πεθάνουν. Οι ζωές ήταν αναλώσιμες, όμως στους ανθρώπους ανέκαθεν άρεσε να φιλοσοφούν.Ένας ελαφρύς χτύπος ακούστηκε στην πόρτα.<<Ναι. >>είπε απλώς ο Αγγελόπουλος χωρίς να σηκώνει το βλέμμα του από μία αναφορά της αστυνομίας που είχε λάβει από άτομα δικά του που είχε εκεί.
Του είπαν πως η επιχείρηση κινούνταν καιρό με άκρα μυστικότητα και δεν είχαν πάρει χαμπάρι τίποτα, για αυτό και δεν είχαν ειδοποίησει νωρίτερα. Είχαν μπει ωστόσο ήδη ψύλλοι στα αυτιά του Αγγελόπουλου, κάποιος από τους δικούς του ήταν μπλεγμένος και θα έκανε τα πάντα για να τον ανακαλύψει.<<Καλημέρα μπαμπά.>>άκουσε την φωνή της κόρης του διστακτική και ανόρεχτη μα δεν σήκωσε το βλέμμα του από τον φάκελο.
<<Καλημέρα παιδί μου. Τι έγινε;>>διάβασε αστραπιαία μία πρόταση και σήκωσε τα μάτια του, μα αυτό που αντίκρισε έκανε το αίμα του να παγώσει.<<Βασιλική, τι φοράς;>>φάνηκε να δυσκολεύτηκε να αρθρώσει την πρότασή του.
Το στόμα του έμεινε να μισό χάσκει. Έριξε μια ματιά στην φωτογραφία του γραφείου του και μετά πάλι στην κόρη του. Ένιωσε νεκρός ξανά από την αρχή, ένα περίεργο συναίσθημα σαν βιώνει ξανά την απώλεια.Ήταν ολόιδια η Ελένη.
<<Είναι της μαμάς.>>του είπε η Βανέσα, παρόλο που οι εξηγήσεις ήταν περιττές.
YOU ARE READING
Πιάσε με αν μπορείς
Romance'' Πάω στοίχημα ότι δεν με έβγαλες από το μυαλό σου χθες το βράδυ'' '' Θα το χάσεις'' του είπε, χωρίς η σιγουριά να χρωματίζει την φωνή της. '' Πες μου Βανέσα, φανταζόσουν σε τι στάσεις θα σε έπαιρνα όλο το βράδυ;'' της είπε με φωνή αισθησιακή. Ο...