Κεφάλαιο 6°

3.2K 386 16
                                    


Το δωμάτιο ήταν ασφυκτικά μικρό για να τους χωρέσει και τους δύο. Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε μια γαριασμένη,  ξεφτισμένη πράσινη κουβέρτα , ένα μαξιλάρι και τίποτα παραπάνω. Ούτε τραπέζι, ούτε δεύτερα σκεπάσματα ούτε καν κάποιο χαλί στο πάτωμα.
«Από τόσα μέρη εδώ μας έφερες;» τόλμησε να πει βλέποντας ξανά το χώρο γύρω της. Ο Σεθ έβγαλε το δερμάτινο τζάκετ του και πετώντας το στην άκρη του κρεβατιού πήγε στο μπάνιο χωρίς να της δώσει σημασία. Από την ώρα που ξεκίνησαν ξανά το δρομολόγιο τους δεν είπαν και πολλά και αυτό συνεχίστηκε ώσπου αποφάσισε να κάνει στάση για ύπνο σε ένα παλιό πανδοχείο. Οδήγησε για πάνω από τρεις ώρες σιωπηλός ενώ και η ίδια δεν είχε καμία όρεξη να του μιλήσει. Δεν ήταν φοβισμένη όπως ίσως εκείνος νόμιζε μα εξαγριωμένη. Ο Σέρτζιο της είπε με λίγα λόγια να το βουλώσει γιατί ο Στέφεν είχε εντολές να τη σκοτώσει ανά πάσα ώρα και στιγμή και έπειτα της το έκλεισε στα μούτρα. Είχε τόσα προβλήματα στο κεφάλι της που δεν άντεχε να προσθέσει ένα ακόμα. Σκέφτηκε πως αν πήγαινε με τα νερά του μέχρι να φτάσουν όλα θα κυλούσαν πιο ομαλά αλλά πόσο ομαλά να κυλήσει μια κατάσταση όταν ο άντρας που έχεις απέναντι σου σε πυροβόλησε;
Κάθισε στο κρεβάτι , σήκωσε όσο μπορούσε το πόδι πάνω στο ξύλινο στασίδι και επεξεργάστηκε τη πληγή. Είχε στεγνώσει το αίμα και ήταν όντως επιφανειακή, αλλά ο πόνος υπήρχε. Γύρισε να δει που βρίσκεται και τον είδε να γελάει κοιτάζοντας το κινητό του. Έδειχνε τόσο τρομακτικός στα μάτια της. Εκτός από το γεγονός ότι ένας άντρας σαν κι αυτόν είχε την ικανότητα να γελάει, το βλέμμα που της έριξε μόλις αντιλήφθηκε πως τον κοιτάζει έφτανε για να τον κατατάξει σε μια κατηγορία ανθρώπων που δεν έπρεπε να κυκλοφορούν ελεύθεροι.
«Κοιμήσου γιατί σε δύο ώρες θα φύγουμε πάλι» της είπε βγαίνοντας προς τα έξω.
«Πρέπει να πλυθώ, δε μπορώ να μείνω έτσι» αποκρίθηκε εκείνη δείχνοντας τα αίματα στο γυμνό της πόδι
«Σε εμποδίζει κανένας;»
«Συγγνώμη μα περιμένεις να γδυθώ ενώ βρίσκεσαι εδώ μέσα;»
«Γδύνεσαι κάθε βράδυ μπροστά σε τόσους εγώ σε πείραξα; Μην αγχώνεσαι ψιψίνα έχω δει καλύτερα κορμιά και δεν έχω και όρεξη να γαμησω απόψε» απάντησε απαθέστατα
«Πόσο χυδαίος μπορεί να είσαι;» αναρωτήθηκε φωναχτά «Μα τι ρωτάω… Ένας άντρας που δε διστάζει να πυροβολήσει μια  άοπλη γυναίκα είναι αρκετό για να βγάλει κάποιος συμπέρασμα για το ποιον σου..» συνέχισε απτόητη
«Δε σε πυροβόλησα. Σε προειδοποίησα και τώρα τέλειωνε, δεν έχουμε όλη μέρα» ο Σεθ της έκλεισε το μάτι και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι και συνέχισε να τη κοιτά ατάραχος. Η Νάταλι βλέποντας πως δεν έχει νόημα να παλέψει για τα δικαιώματα που θεωρούσε ότι είχε, σηκώθηκε όρθια. Ο στόχος ήταν η ανιψιά της και αυτός ο άντρας θα παρέμενε πλάι της για λίγες μόνο ώρες. Αποφάσισε να μην μπει καν στη διαδικασία της συζήτησης ξανά. Άρχισε να γδύνεται μπροστά του παραμερίζοντας τη ντροπή της, έμεινε με τα εσώρουχα και μάζεψε τα μαλλιά της ψηλά.
«Τελείωσα , ευχαριστημένος;» είπε αγανακτισμένη ψάχνοντας κάποια πετσέτα για να μπει στο μπάνιο.
«Εγώ πάλι όχι. Ίσως αν σκύψεις λίγο να βοηθήσεις τη κατάσταση…» γούρλωσε τα μάτια της ακούγοντας τον μα σαν άνοιξε τα χείλη για να τον προσβάλει οι λέξεις δεν έβγαιναν. Τι να έλεγε; Να τον έβριζε ; Θα τη σκότωνε και πλέον ήξερε πως είχε και το ελεύθερο. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα έσκυβε μπροστά του μόνο και μόνο για να τον πικάρει μα η ψυχολογική της κατάσταση δε της το επέτρεπε. Ανίκανη να έρθει σε αντιπαράθεση,  μάζεψε τον εαυτό της και σύρθηκε μέχρι το μπάνιο. Δεν είχε πόρτα στο ενδιάμεσο μα για καλή της τύχη η ντουζιέρα ήταν μακριά από το οπτικό του πεδίο. Άφησε το χλιαρό νερό να τρέξει στο κορμί της και πιάνοντας ένα σχεδόν αχρησιμοποίητο λευκό σαπούνι που υπήρχε στο ραφακι ξεκίνησε να τρίβει το λαιμό της. Το μυαλό της ταξίδευε στο Κάνσας συνεχώς. Σκεφτόταν πως θα πρέπει να αναλάβει ένα ρόλο στα ξαφνικά που δεν είχε ιδέα πως να διεκπεραιώσει. Τι θα έλεγε σε ένα παιδί 17 ετών; Ο αστυνομικός δεν της ανέφερε τίποτα για τη ψυχολογική κατάσταση της ανιψιάς της και η ίδια φοβόταν πως ίσως κάνει ή πει κάτι που δε πρέπει. Ένας ξερόβηχας την έβγαλε από τις σκέψεις και στρέφοντας το κεφάλι της προς τη πόρτα είδε  το Σεθ ακουμπισμένο πάνω της.
«Τι διάολο κάνεις!» τσίριξε κρύβοντας τα ευαίσθητα σημεία του κορμιού της
«Βαρέθηκα μέσα» απάντησε ήρεμος
«Και θεώρησες πως αν έρθεις στο μπάνιο θα κάνεις τι; Βγες έξω!»
«Το κινητό σου χτυπούσε. Χαλάρωσε λίγο!» έσπευσε να της εξηγήσει
«Είπες πως βαριόσουν!» του φώναξε έξαλλη
«Μα βαριόμουν κι όλας!» δικαιολογήθηκε αμέσως εκείνος. «Έλα σήκωσε το πριν το σπάσω. Μου χαλάει την ηρεμία της βαρεμάρας μου!» Η Νάταλι τον κοίταξε αγανακτισμένη. Είχε χάσει πάσα ιδέα για τον άνθρωπο που είχε απέναντι της.
«Άντρας είσαι ή μωρό;» ρώτησε εν τέλει θυμωμένη μα δεν άργησε να καταλάβει πως του έθεσε τη λάθος ερώτηση. Ο Σεθ πήγε κοντά  και απλώνοντας το χέρι στη γυμνή της μέση, την έβγαλε από το ντουζ και τη κόλλησε πάνω του. Λίγο το δυνατό του κράτημα, λίγο το βλέμμα του που είχε αλλάξει εντελώς, λίγο τα κρύα του δάχτυλα που πίεζαν τη μέση της , όλα αυτά σε συνδυασμό με τη γύμνια της , της προκάλεσαν αναπάντεχα συναισθήματα.
«Ξεπερνάς τα όρια…» κατάφερε και ψέλλισε χαμηλά αλλά εκείνος αντί να απομακρυνθεί, έσκυψε και τη μύρισε. Ήταν αρκετά πιο ψηλός από εκείνη και η μυϊκή του μάζα τριπλάσια από τη δική της. «Μου προκαλείς νευρικότητα, άφησε με σε παρακαλώ» ξαναείπε πιέζοντας ελαφρώς τα χέρια της στο στήθος του.
Ο Σεθ έπιασε το πηγούνι της και σήκωσε το κεφάλι της τόσο όσο έπρεπε για να ενωθούν οι ματιές τους «Θέλεις να σου λύσω την απορία;» αποκρίθηκε σοβαρός. Αν και τα μάτια του πήγαιναν πέρα δώθε ακολουθώντας τα δικά της, κάτι μέσα τους έβγαζε μια κενότητα που η Νάταλι δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει. Σαν να είχε μπροστά της έναν άντρα εντελώς διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Ήταν τόσο ψυχρός μα και προκλητικός συνάμα ενώ αν και κάπνιζε συνεχώς, η ανάσα του μοσχομύριζε κανέλα. «Κάτι ρώτησα…»  της υπενθύμισε και τη πίεσε περισσότερο πάνω του. Μόλις ένιωσε το μόριο του στη γυμνή της κοιλιά μα και τη δυναμική που είχε ακόμα κι αν ήταν μέσα στο παντελόνι, ξεροκατάπιε. Αν και πεπειραμένη στο τομέα του σεξ , κοκκίνησε ολόκληρη. «Δεν ήξερα ότι κοκκινίζουν και οι πουτανες» της είπε και εκείνη σφίγγοντας τα χείλη από τα νεύρα, σήκωσε το χέρι για να τον χαστουκίσει μα όπως ήταν φυσικό, ο Σεθ το έπιασε με μεγάλη ευκολία
«Πώς τολμάς ρε μαλάκα; Και ποιος σου είπε πως είμαι πουτανα;» αυτή τη φόρα βρήκε το σθένος και τον έσπρωξε. Αν ήθελε θα μπορούσε να τη κρατήσει μα δε το επέλεξε. Αντί αυτού την άφησε να φύγει και εκείνη βγήκε προς το δωμάτιο με γοργό βήμα βρίζοντας χαμηλόφωνα. Η λέξη «μαλάκας» ήταν ισάξια με μια σφαίρα μα δε ξεχνούσε πως η Νάταλι δεν είχε ιδέα με ποιον ακριβώς μιλάει. Ίσως τελικά δεν έπρεπε να μπει σε αυτό το ρόλο, σκέφτηκε βγαίνοντας και ο ίδιος έξω. Την είδε να προσπαθεί να ντυθεί ενώ η οργή ήταν ορατή σε κάθε της κίνηση.
«Νομίζω πως για να φτάσουμε στο προορισμό μας χωρίς προβλήματα πρέπει να…»
«Άντε γαμησου!» τον έκοψε αμέσως και εκείνος προσπάθησε να κρατήσει τη ψυχραιμία του
«Νομίζω λοιπόν πως πρέπει να συστηθούμε ξανά…» αποκρίθηκε και εκείνη σταμάτησε κάθε της κίνηση. Τον είχε πλάτη μα δε χρειαζόταν να γυρίσει για να δει πως κρατούσε ξανά το όπλο του. Ο ήχος που προκλήθηκε όταν όπλισε ήταν αρκετός.
«Σεθ Ναβάρο…» της είπε και στο επόμενο βήμα του, ένιωσε στα υγρά της μαλλιά το κρύο μέταλλο από τη κάνη του όπλου.

Σας φιλώ...

Πορφυρά Νήματα Where stories live. Discover now