Οι πρώτες ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν πάνω στα τζάμια και η Νάταλι έπιασε αυθόρμητα το χέρι της ανιψιάς της που καθόταν στο διπλανό κάθισμα. Είχαν περάσει δύο μέρες από εκείνο το τηλεφώνημα και μέσα σε αυτές είχαν αλλάξει όλα. Η Νάταλι πρόσβαλε τη διαθήκη με επιτυχία και βάζοντας το δικηγόρο να βιαστεί, οργάνωσαν γρήγορα τη δίκη και κέρδισε στο δικαστήριο. Έχοντας πλέον μια απόφαση στα χέρια της, ήρθε σε επαφή με το συμβολαιογράφο ο οποίος θέλοντας και μη ξεκίνησε με τη σειρά του τις διαδικασίες απόδοσης της κληρονομιάς. Στο επόμενο εικοσιτετράωρο, η Νάταλι Μπρούκς είχε στη κατοχή της ολόκληρη τη περιουσία του πατέρα της. Μαζί με τα λεφτά όμως εντόπισαν ύστερα από έλεγχο και τα χρέη που είχε. Εκτός από το ποσό που χρωστούσε στο Ναβάρο και σε έναν ακόμα άνθρωπο του υποκόσμου του Κάνσας, ήταν καθαρός. Η Νάταλι δε μπορούσε να καταλάβει το λόγο που υπήρχαν αυτά τα ποσά. Τα οικονομικά της οικογένειας της ήταν καλά και δε έβλεπε το λόγο του δανεισμού. Ψάχνοντας λίγο περισσότερο τη κατάσταση και ζορίζοντας το συμβολαιογράφο αλλά και φίλο του πατέρα της, έμαθε πως η μητέρα της ασκούσε τεράστιο έλεγχο στη περιουσία. Περνούσε από μηνιαίο έλεγχο όλα τα έσοδα αλλά και έξοδα και δεν της ξέφευγε τίποτα. Τίποτα εκτός φυσικά από τα λεφτά που δανειζόταν κατά καιρούς ο άντρας της για να παίζει στο ιππόδρομο. Η Νάταλι έπαθε σοκ αρχικά μα ο Σάραντον της εξήγησε πως αν η μάνα της μάθαινε πως ο πατέρας της ήταν χωμένος στο τζόγο θα τον χώριζε παίρνοντας όλη του τη περιουσία γι αυτό και εκείνος ενεργούσε στα κρυφά. Για να ξεπληρώσει τα χρέη του μάζευε ποσά τα οποία δεν φαινόντουσαν και τα έδινε σιγά σιγά. Ο Ναβάρο ήταν ο μοναδικός που δε δεχόταν να τα παίρνει λίγα λίγα εξού και το τεράστιο χρέος. Ο πατέρας της δε μπορούσε να τραβήξει τόσο μεγάλο ποσό χωρίς να το αντιληφθεί η μητέρα της οπότε έμεινε παγωμένο. Μόλις η ίδια επικοινώνησε με τη τράπεζα και τους έδειξε την απόφαση του δικαστηρίου, πήρε αυτόματα όλα τα δικαιώματα. Έδωσε στο δικηγόρο το ποσό που χρωστούσε ο πατέρας της στον άντρα από το Κάνσας ενώ του ανακοίνωσε πως θα ξεχρεώσει η ίδια το Ναβάρο. Η πολυτελής έπαυλη που διέμενε η οικογένεια της, έκλεισε οριστικά. Η πόρτα σφραγίστηκε και η Νάταλι κράτησε τα κλειδιά. Σκέφτηκε ουκ ολίγες φορές να τη πουλήσει μα κάπου στο βάθος του μυαλού της κρατούσε τις ελάχιστες στιγμές που πέρασε σαν έφηβη εκεί μέσα και δε της πήγε η καρδιά να το δώσει.
Πριν προβεί στο κλείσιμο της έπαυλης, πλήρωσε αδρά ένα συνεργείο μετακομίσεων και τους ζήτησε να πακετάρουν όσα πράγματα υπήρχαν στο δωμάτιο της ανιψιάς της. Μόλις έφτανε πίσω στη Νέα Υόρκη θα τους τηλεφωνούσε για να τα αποστείλουν στη διεύθυνση που θα τους έδινε . Σκέφτηκε να μείνει στο σπίτι της αλλά ήταν αρκετά προβληματισμένη. Πλέον δε θα επέστρεφε μόνη αλλά με την Λόρεν. Η γειτονιά στην οποία διέμενε δεν ήταν η κατάλληλη για μια κοπέλα της ηλικίας της και σίγουρα θα αποτελούσε κίνδυνο για τις μέλλον δικές εξορμήσεις της. Σκέφτηκε λοιπόν να νοικιάσει κάποιο διαμέρισμα στο κέντρο, σε κάποια ήσυχη περιοχή ή ακόμα και στα προάστια. Η Λόρεν θα είχε κάθε επιλογή για σπουδές ελεύθερη και φυσικά ολόκληρη η περιουσία θα ήταν μεν στη διαχείριση της Νάταλι αλλά και η ανιψιά της ανά πάσα ώρα και στιγμή θα είχε ότι ζητούσε. Πριν από όλα αυτά όμως μίλησε στο Σέρτζιο. Καυγάδισαν σαν τα σκυλιά όπως ήταν φυσικό αφού η ίδια ήταν ενοχλημένη από τη στάση του μα το μεγαλύτερο καυγά τους τον έριξαν όταν η Νάταλι του ανακοίνωσε πως θα σταματήσει από τη δουλειά. Ο λόγος δεν ήταν τα λεφτά που πλέον είχε… Ήταν η Λόρεν. Δεν ήθελε η ανιψιά της να τη βλέπει να ντύνεται με τα συγκεκριμένα ρούχα ή να ντρέπεται για την ίδια. Ο Σέρτζιο τη μάλωσε διακριτικά εξηγώντας της πως αν εκείνη ντρεπόταν για τη δουλειά της θείας της , θα ήταν σημάδι πως δε θα ήταν άξιος άνθρωπος. Της είπε πως καμία δουλειά δεν είναι ντροπή αλλά η Νάταλι παρέμεινε ανένδοτη. Λίγο πριν κλείσουν το τηλέφωνο της πρόσφερε τη θέση του μάνατζερ στο κλαμπ η οποία την έβαλε σε σκέψεις. Η Νάταλι δεν ήταν τεμπελα . Σίγουρα θα έψαχνε για δουλειά μα η προσφορά του Σέρτζιο τη τσίγκλησε. Ήξερε το κλαμπ, ήξερε τα κορίτσια, το μέρος, το κόσμο… Αν δεχόταν τη θέση του μάνατζερ θα πήγαινε καθαρή στη δουλειά της , ντυμένη άψογα και παράλληλα θα εξασφάλιζε την ασφάλεια των κοριτσιών. Στην ιδέα και μόνο πως θα μπορούσε να τις προστατέψει και να θέσει νέους κανόνες η καρδιά της φτερούγισε. Ο μάνατζερ που είχαν όλα αυτά τα χρόνια μόνο προβλήματα προκαλούσε και η ίδια τον σιχαινόταν. Ανακοίνωσε στο Σέρτζιο πως θα σκεφτόταν τη πρόταση του και έπειτα επικεντρώθηκε στη Λόρεν. Πρώτα αγόρασε ένα αυτοκίνητο. Όχι κάποιο ακριβό μα ένα μικρό και φτηνό. Η Νάταλι δεν ειχε σκοπό να εκμεταλλευτεί τη περιουσία του πατέρα της. Κάθε άλλο μάλιστα… Ήθελε με όλα αυτά τα λεφτά να βοηθήσει τη Λόρεν για να έχει ένα γερό μέλλον και να σπουδάσει ενώ παράλληλα της γεννήθηκε η επιθυμία να βοηθήσει τους άστεγους χτίζοντας ένα μικρό κέντρο για αυτούς στη πόλη. Φαγητό , κουβέρτες , καταφύγιο για το χειμώνα… Μόλις τελείωσαν οι διαδικασίες της υιοθεσίας της ανακοίνωσε τα νέα στην ανιψιά της που αν και λυπημένη για το θάνατο της Κάσιντι τα δέχθηκε με χαρά. Δεν ήθελε να παραμείνει λεπτό μέσα σε εκείνο το ίδρυμα. Η Νάταλι της έδωσε το χώρο και το χρόνο που χρειάζονταν για να συνηθίσει τα καινούρια δεδομένα κλείνοντας της ένα δωμάτιο δίπλα από το δικό της. Ένιωθε και η ίδια περίεργα οπότε δεν ήθελε να ζορίσει τη κατάσταση και σκέφτηκε πως αν έμενε μόνη της θα ηρεμούσε και θα ήταν έτοιμη για το επόμενο βήμα.
«Πώς αισθάνεσαι;» τη ρώτησε άξαφνα και η Λόρεν χαμογέλασε με δισταγμό
«Περίεργα…» απάντησε με ειλικρίνεια «όλη τη νύχτα προσπαθούσα να διώξω τους εφιάλτες μου» συνέχισε πιο θλιμμένη
«Όλα θα πάνε καλά. Στο υπόσχομαι» της δήλωσε σταθερά «Θα κάνουμε μια καινούρια αρχή και θα έχεις μπροστά σου ένα λαμπρό μέλλον. Όσο περνάει από το χέρι μου δε θα αφήσω τίποτα και κανένα να μπει εμπόδιο στη ζωή σου Λόρεν. Ξέρω πως δε μιλήσαμε καθόλου από χθες, ξέρω όμως και πως όταν θα είσαι πραγματικά έτοιμη να ανοιχτείς σε μένα θα το κάνεις. Είσαι μεγάλη κοπέλα και θα βρεις το τρόπο να διαχειριστείς τη κατάσταση με μένα στο πλευρό σου...» Η Νάταλι της χάρισε ένα τρυφερό βλέμμα και συνέχισε να οδηγεί. Επέλεξε να επιστρέψουν οδικώς πίσω για να χτίσει κάπως τη σχέση ανάμεσα τους.
«Γιατί έφυγες τότε; Και γιατί δεν υπήρχε ούτε μια φωτογραφία σου στο σπίτι;» τη ρώτησε η Λόρεν και εκείνη αναστέναξε.
«Πιστεύεις πως είναι η κατάλληλη στιγμή να αναλύσουμε τη δική μου ζωή;» απάντησε με ερώτηση «Γιατί δε μου μιλάς για σένα; Πώς μεγάλωσες…Για τους φίλους το σχολείο σου..»
«Δεν έχω φίλους» αποκρίθηκε ξερά η Λόρεν και η Νάταλι απόρησε. Ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι και δεν έδειχνε κάποια άσχημη συμπεριφορά έτσι ώστε να μην έχει φίλους. «Η μαμά είχε προσλάβει ιδιωτικό δάσκαλο και δε πήγαινα στο δημόσιο…Έκανα Μαθήματα κατ’ οίκον» συνέχισε σα να μάντεψε την απορία της
«Αν είναι δυνατόν!» αποκρίθηκε η Νάταλι εμφανώς αγανακτισμένη.
«Δεν ήταν και άσχημα μα πάντοτε είχα την περιέργεια πως θα ήταν να πήγαινα σχολείο» είπε η μικρή θέλοντας να κατευνάσει τον εκνευρισμό της θείας της.
«Συγγνώμη αν μίλησα κάπως απότομα δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να θίξω την εφηβεία σου απλώς…»
«Καταλαβαίνω. Την ίδια στάση είχε η γιαγιά. Εκείνη επέμενε να πάω στο δημόσιο μα ο παππούς πήρε το μέρος της μαμάς και τελικά δε το έκανα…» η Λόρεν βυθίστηκε σε σκέψεις μα το ίδιο και η Νάταλι. Είχαν αρκετό δρόμο μπροστά τους και η πρώτη τους συζήτηση δεν άφησε και τις καλύτερες εντυπώσεις στην ίδια. Θύμωσε με τις επιλογές των δικών της μα δε μπορούσε να αλλάξει το παρελθόν. Είχε όμως ένα προαίσθημα πως ότι κι αν άκουγε από τη Λόρεν για τη ζωή της και πάλι δε θα της άρεσε…Σας φιλώ... Από δω και πέρα, θα αλλάξουν πολλά... Ποιό φως θα αντέξει το σκοτάδι της αβύσσου;
YOU ARE READING
Πορφυρά Νήματα
AdventureΗ Νάταλι Μπρούκς εργάζεται σαν χορεύτρια σε ένα από δεκάδες νυχτερινά κλαμπ του διάσημου νονού της νύχτας Σέθ Ναβάρο. Αποστασιοποιημένη για χρόνια από την οικογένεια της, ένα βράδυ λαμβάνει ένα τηλεφώνημα που θα ταράξει την ήδη ταραγμένη της ζωή...