Κεφάλαιο 47

4.1K 219 0
                                    

Είχαν περάσει ήδη τρεις μήνες από την πρώτη τους φορά. Η σχέση τους βρισκόταν σε ένα εξαιρετικό επίπεδο και η Ηλέκτρα είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται σοβαρά.
Τα αισθήματα του Ανδρέα δεν άλλαξαν ποτέ ως προς το πρόσωπό της. Μόνο έγιναν πιο ζωντανά από πριν.

Η Ηλέκτρα κοιμόταν στο σπίτι του και εκεί κατέληγαν πάντα, καθώς στο δικό της σπίτι ήταν οι γονείς της.
Τα είχαν βρει τέλεια και στο σεξ, οπότε δεν μπορούσε να βρει κάποιο κενό στη σχέση τους η Ηλέκτρα. Πίστευε ότι σ' αυτόν θα σταματούσε η ερωτική της ζωή. Αυτός θα ήταν ο ένας και μοναδικός, αλλά ήξερε ότι βιαζόταν να βγάλει αυτά τα πορίσματα. Ήθελε να κρατά μικρό καλάθι, αλλά ήταν πολύ ενθουσιασμένη.

- Μπαίνω για μπάνιο και μετά ετοιμαζόμαστε για το εστιατόριο, εντάξει;
- Ναι, άλλα να ξέρεις ότι θα μ' αφήσεις σπίτι στο γυρισμό. Θα βγω το βράδυ με τα κορίτσια.
- Ό,τι θέλει το μωρό μου!
Την φίλησε και αυτή πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, τραβώντας τον κοντά της περισσότερο.
- Αν με κρατάς έτσι δεν θα πάμε ποτέ για φαγητό.
- Ας μην πάμε τότε.
Γέλασε πάνω στα χείλη του.
- Αν μου ξαναπείς ό,τι είπες χτες,  μπορεί να μην πάμε...
- Σ' αγαπώ.
Του είπε και η καρδιά του Ανδρέα φτερούγισε.
- Τι; Δεν σ άκουσα!
- Σ' αγαπώ! Σ' αγαπώ! Σ' αγαπώ πολύ! Την κοιτούσε στα μάτια όσο του τα έλεγε και μόλις τελείωσε, δεν την άφησε να πάρει ανάσα από το παθιασμένο του φιλί.
- Και εγώ σ' αγαπώ.
Σηκώθηκε γυμνός από το κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο με την Ηλέκτρα να τον χαζεύει.

Ήταν ξαπλωμένη με τα εσώρουχα πάνω στα τσαλακωμένα σκεπάσματα και είχε την φαϊνή ιδέα να τον συνοδεύσει στο μπάνιο. Δάγκωσε τα χείλη της με την άτακτη σκέψη της και με την ταραχή και μόνο που της προκαλούσε η σκέψη.
Δεν είχε προφυλακτικά στο συνηθισμένο σημείο και η Ηλέκτρα άρχισε να ανοίγει τα συρτάρια, μήπως βρει κάποιο άλλο.
Άνοιξε το κάτω συρτάρι του κομοδίνου από τη μεριά του Ανδρέα και μόλις σήκωσε δύο φακέλους, βρήκε από κάτω τους κάτι που την τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον.

Έπιασε το βελούδινο κουτί στα χέρια της και ήταν σίγουρη ότι ειχε δαχτυλίδι μέσα. Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της με την μία.
Η πιο αισιόδοξη ήταν ότι θα την έκανε πρόταση γάμου, αλλά κατευθείαν άλλες πιο ρεαλιστικές την κυρίευσαν. Μήπως ήταν παντρεμένος και ζούσε διπλή ζωή, μήπως ήταν διαζευμένος, μήπως είχε και παιδι; Γιατί προτίμησε να της το κρύψει, να της πει ψεματα;

Άνοιξε το κουτί και είδε τη βέρα. Φαινόταν καινούργια, λεία και γλιαλιστερη.
Η καρδιά της Ηλέκτρας χτύπησε δυνατά και ένιωθε το στομάχι της να ανακατέβετε.
Έβγαλε την βέρα από τη θήκη της και την κράτησε. Την επεξεργάστηκε προσεκτικά και την έφερε κοντά στο ύψος των ματιών της για να διαβάσει το όνομα που αναγραφόταν πάνω της.
Διάβασε το όνομα της. Έτριψε τα μάτια της για να σιγουρευτεί ότι διάβαζε σωστά και όντως ήταν σκαλισμένο το όνομα της.
Θα της έκανε όντως πρόταση γάμου; Χαμογέλασε. Το χαμόγελό της όμως, πάγωσε, μόλις είδε την ημερομηνία πάνω στη βέρα. Ήταν για πριν από εννιά μήνες.
Έτρεξε έπιασε το καλάθι με τα σκουπίδια και έκανε εμετό. Τα αυτιά της βοΰιζαν και ένιωθε ζαλισμένη.
Έκατσε ξανά στο κρεβάτι και ξαναδιάβασε τη βέρα.
Άρχισε να βλέπει πολλές και ασύνδετες μεταξύ τους εικόνες. Αναμνήσεις. Το μαύρο πέπλο που κάλυπτε τα δυο περασμένα χρόνια,  άρχισε να πέφτει, αλλά ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα.

Ο Ανδρέας την γνώρισε μέσα σ' αυτά τα σκοτεινά της χρόνια και θα παντρεύονταν, αλλά για κάποιο λόγο δεν συνέβει. Αλλά την βρήκε, όταν πλέον ήταν καλά και δεν της είπε τίποτα. Της το έκρυψε. Και οι γονείς της τής το έκρυψαν.
Τι είχε συμβεί τότε; Για ποιό λόγο τόσα ψέματα;
Το μυαλό της δεν σταμάτησε να έχει άσχημες σκέψεις και να τους κατηγορεί όλους. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της.

Ο Ανδρέας την είδε να κλαίει.
- Ηλέκτρα τι έγινε;
Γύρισε, τον κοίταξε και στο πρόσωπό της ήταν χαραγμένα όλα της τα συναισθήματα.
Τα μάτια του Ανδρέα έπεσαν κατευθείαν στο χέρι της που κρατούσε τη βέρα.
Έπιασε το μέτωπο του και ξεφύσιξε.
- Ηλέκτρα...
Την πλησίασε, έκατσε δίπλα της και πήγε να την ακουμπήσει, αλλά αυτή τραβήχτηκε.
- Πως μπόρεσες να μου λες ψέματα τόσο καιρό;
Δεν τον κοιτούσε καν.
- Δεν μπορούσα να στο πω, γιατί τότε δεν θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί. Είχε σκυμμένο το κεφάλι του.
- Τι σημαίνει αυτο; ~Η Ηλέκτρα σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται.~ Ήξερες πόσο με βασάνιζε που δεν μπορούσα να θυμηθώ τα δύο τελευταία χρόνια και με άφηνες έτσι.
- Οι γονείς σου δεν ήθελαν να μάθεις τίποτα. Αυτοί μου ζήτησαν να μην σου πω.
- Τι;! ~Τσίριξε.~ Αχ, το κεφάλι μου! Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και έπιασε το κεφάλι της.
Πήγε να την αγκαλιάσει και σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, πετάχτηκε πάνω.

- Δεν θέλω να με ξανακουμπήσεις!
- Σε παρακαλώ, κάτσε να μιλήσουμε.
- Όχι! Δεν θέλω! Είχες τέσσερις μήνες. Τώρα είναι αργά! Μόνο μια απορία θέλω να μου λύσεις. Παντρευτηκαμε τελικα;
- Όχι.
- Ωραία.

Πήρε την τσάντα της και με γρήγορα βήματα έφυγε από διαμέρισμά του.
Έφτασε σπίτι της.
Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο της, δεν ήθελε να μιλήσει στους γονείς της, κλείδωσε και έπεσε στο κρεβάτι της, όπου έβγαλε από μέσα της όλη την οργή, την πίεση και τη θλίψη.

Η ΕγγύησηWhere stories live. Discover now