°•°14°•°

56 6 24
                                    

Περίεργη η ζωή στην πόλη. Πολλά σπίτια, ακόμα περισσότερα διαμερίσματα, άλλα μικρά, άλλα πιο άνετα. Κανείς δεν ήξερε τι κρυβόταν εκεί μέσα, πίσω από κάθε πόρτα. Μα κυρίως είναι απρόσωπη, δίχως χρώμα.. ο χρόνος κυλά βουβά και αστραπιαία, μέχρι να το σκεφτείς έχουν περάσει ώρες, μέρες και βδομάδες. Αυτό όμως θα το νιώθεις καλύτερα στην μοναξιά.

Ο Χάρης, όπως ήθελε να τον αποκαλούν αγνοώντας την ηλικία του, ζούσε κι αυτός σε ένα από τα πολλά αυτά διαμερίσματα. Ήταν ένα λιτό και μικρό διαμέρισμα τάκι, ο,τι πρέπει για έναν άνθρωπο. Δύο ήταν οι λόγοι που το διάλεξε.

Ο ένας ήταν ο μεγάλος λευκός τοίχος, μόνο που πλέον δεν ήταν κενός. Ήταν γεμάτος φωτογραφίες από καιρούς περασμένους και γλυκούς. Τότε που ζούσε ευτυχισμένος με τα αγαπημένα του πρόσωπα δίπλα του. Πέρασε καιρό μόνος με τις αναμνήσεις για συντροφιά του, ώσπου κατάλαβε ότι οι άνθρωποι του συνέχιζαν να είναι δίπλα του, αφού οι άνθρωποι της καρδιάς δεν πεθαίνουν ποτέ. Τότε ήταν που γέμισε και ο τοίχος φωτογραφίες... πολλές φωτογραφίες και οι περισσότερες με τον γιο του να χαμογελά στην κάμερα. Του έδιναν θάρρος, όσο και λύπη που δεν πρόλαβε να τον δει να μεγαλώνει, να τον καμαρώνει και να του μάθει τόσο μυστικά της ζωής.

Ο δεύτερος λόγος, ήταν η θεά που απλωνόταν μπροστά στο μικρό μπαλκονάκι. Όλος ο Πατραϊκός κόλπος στα πόδια του. Στο βάθος αχνοφαινόταν η Κεφαλλονιά που κάθε δειλινό έμοιαζε σαν να έκλεινε τον ήλιο στην αγκαλιά της, σαν η μάνα που κρατάει το μικρό της και του τραγουδά, το νανούρισμα της θα 'λεγε κάνεις ότι είναι τα χιλιάδες χρώματα του ουρανού, μέχρι που αποκοιμιόταν ο ήλιος και το μαύρο σιγά σιγά διαδεχόταν τα χρώματα.

Κοίταξε το ρολόι χειρός του, η ώρα ήταν εφτά ακριβώς. Φόρεσε το λευκό καπέλο του, τα γυαλιά ηλίου του και σήκωσε το σακίδιο του με όλα τα απαραίτητα σύνεργα από το πάτωμα. Κοίταξε μια τελευταία φορά τις φωτογραφίες στον μεγάλο τοίχο και φόρεσε το πιο όμορφο χαμόγελό του.

"Ώρα να μοιράσουμε χαμόγελα και γέλια" μονολόγησε και κατευθύνθηκε προς το κέντρο της μεγαλούπολης.

Λίγα λεπτά αργότερα είχε φθάσει στην μαρίνα της Πάτρας και είχε αρχίσει να φτιάχνει την "μηχανή γέλιου" όπως έλεγε, δύο καλάμια που συγκρατούσαν ένα λεπτό δίχτυ και έναν κουβά γεμάτο νερό και αφρό.

Πολλά παιδιά είχαν σταματήσει το παιχνίδι τους κι είχαν μαζευτεί γύρω του παρατηρώντας με προσοχή τις κινήσεις του. Μόλις το αντιλήφθηκε, ο Χάρης τους χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο και σηκώθηκε από την θέση του.

Έλεγξε την φορά του ανέμου και βούτηξε το δίχτυ μέσα στον κουβά με τον αφρό, το σήκωσε στον αέρα κι άρχισε να τρέχει αντίθετα προς το ρεύμα.

Πολλές σαπουνόφουσκες γέμισαν τον ουρανό, οι ακτίνες του ήλιου παιχνιδιζαν και τους χάριζαν όμορφα χρώματα.
Τα μάτια των παιδιών έλαμψαν από χαρά κι άρχισαν να τις κυνηγούν προσπαθώντας να τις σκάσουν. Άλλες τους ξέφευγαν κι έφταναν ως ένα σημείο κι ύστερα έσκαγαν, άλλες κατευθύνονταν προς την θάλασσα, προχωρούσαν κι εξαφανίζονταν με ένα άγγιγμα των κυμάτων, άλλες τις έσκαγαν τα ίδια τα παιδιά με τα μικρά τους δακτυλάκια, άλλες έσκαγαν στις μύτες ή στα κεφάλια τους και τα γέλια έπεφταν βροχή.

Ένα νέο παιχνίδι είχε ανάψει για τα καλά, τα παιδιά έπαιζαν μονιασμένα, δίχως να λογαριάζουν φυλή, ηλικία ή φύλο, είχαν επιδοθεί στο κυνήγι σαπουνόφουσκας.

Οι γλάροι απέναντι στον φάρο είχαν μαζευτεί όλοι μαζί και παρατηρούσαν το παιχνίδι των παιδιών.

Ο Χάρης γέμιζε ευτυχία βλέποντας το γέλιο και την χαρά ζωγραφισμένη στα μικρά προσωπάκια και όλο και πιο πολύ γέμιζε τον ουρανό με φούσκες. Έβλεπε ανάμεσα στα παιδιά και τον μικρό του γιο να παίζει και να γελά και τα μάτια του βούρκωσαν για μια στιγμή, μονάχα για μια στιγμή. Σήκωσε το βλέμμα του προς τον χρυσό ουρανό και χαμογέλασε.

Τράβηξε μια φωτογραφία το ανέμελο παιχνίδι να την έχει στον τοίχο του να θυμάται εκείνο το όμορφο απόγευμα και να χαμογελά.
Είχε καταφέρει και σήμερα να γεμίσει την Πάτρα με παιδικά γέλια, να της δώσει άλλη πνοή, ξέγνοιαστη. Σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει και η ανεμελιά να επικρατούσε. Η αστική ζωή απέκτησε μια πολύχρωμη νότα εκείνο το απόγευμα κι όλο και κάποια πονεμένη ψυχή θα σκίρτησε από χαρά με τα γέλια των παιδιών.

Οι σαπουνόφουσκες αιθέριες, χόρταιναν το μάτι κι αν ήθελες να τις αγγίξεις αυτές αμέσως έσκαγαν, σκέτη σαπουνάδα. Μα κι αν ακόμα εξαφανιστούν δεν πειράζει θα κάνουμε καινούριες.

~💙~

(12/06/2020)

PeopleWhere stories live. Discover now