°•°15°•°

43 7 6
                                    

Ο φύλακας άγγελος των κυνηγημένων

Ήταν νύχτα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο συνεχής ήχος των γρύλων.
Στο μικρό σπιτάκι σιγόκαιγε ένα μικρό κερί και το νανούρισμα της νεαρής μητέρας μπλέκονταν με τους ήχους των νυκτόβιων μικρών πλασμάτων.

Αυτές οι στιγμές έμοιαζαν τόσο γαλήνιες και ανακουφιστικές για την ανατολίτικη αυτή επαρχία, όμως το βουητό των μαχητικών αεροπλάνων υπενθύμιζε πως η ηρεμία είναι μακρινή και πλέον ουτοπική.

Με προσεκτικές γεμάτες στοργή κινήσεις  η νεαρή μητέρα διπλώσε το λευκό σεντονάκι κι ύστερα το κουβερτάκι γύρω από το μικρό της, ψιθυρίζοντας το νανούρισμα της. Σε κάθε βουητό που έσπαγε την ησυχία, με τρόμο κάλυπτε τα αυτάκια του μωρού της και δυνάμωνε την ένταση του τραγουδιού της. Όχι όχι, δεν ήθελε οι πρώτοι ήχοι του μικρού παιδιού να ήταν αυτοί του πολέμου.

Κοίταξε με ανησυχία μες στα μάτια του συζύγου της αναζητώντας μια σταλιά ελπίδας. Εκείνος την αγκάλιασε σφιχτά και της χάρισε ένα φιλί στο μέτωπο.
«Όλα θα πάνε καλά», της ψιθύρισε, «θα κάνουμε τα πάντα για αυτό το πλάσμα.»

Πήρε τον μεγάλο σάκο στα χέρια τους και σιγουρεύτηκε ότι είχε όλες τις οικονομίες στην τσέπη του.  Οι δυο τους κοίταξαν μια τελευταία φορά το σπίτι τους κι ύστερα το μωρό τους και σαν τους κλέφτες μες στην νύχτα (!) κατευθύνθηκαν προς την σκοτεινή αποθήκη όπου ένα φορτηγό θα τους μετέφερε σε ένα έρημο λιμάνι.

Το ταξίδι ήταν κουραστικό, τα κρύα νερά της Μεσογείου και η οκτωβριανή ψύχρα διαπερνούσε όλο το κορμί. Τα άλλοτε λαμπερά μαύρα μάτια της νεαρής μητέρας ήταν τώρα κουρασμένα, είχαν στερέψει από δάκρυα. Το μωρό της ήταν η παρηγοριά της κι εκείνο λες και καταλάβαινε τον καημό της δεν έκλαιγε μόνο κρατούσε τα ματάκια του κλειστά.

Η νεαρή γυναίκα ταξίδευε με το νου της στα χώματα που μεγάλωσε, στο χωριό που παντρεύτηκε και έχτισε το σπιτικό της και τέλος ακολουθούσε με την σκέψη της τον αγαπημένο της επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά στο μυαλό της την εικόνα των ματιών του και τα τελευταία του λόγια: «Θα έρθω να σε βρω, το μωρό μας θα γίνει ευτυχισμένο».

Φωνές σε μια άγνωστη γλώσσα διέκοψαν τον ειρμό των σκέψεων της. Κοίταξε γύρω της και κατάλαβε πως πλέον έφθασαν σε στεριά. Η καρδιά της φτερούγισε και έσφιξε το παιδί της πιο πολύ στην αγκαλιά της από ανακούφιση.

Μόλις πάτησε στην ακρογιαλιά του ελληνικού νησιού ύψωσε το βλέμμα της στον ουρανό κι ευχαρίστησε τον Θεό που έφθασαν σώοι σε έναν ειρηνικό τόπο, μακριά από την αντάρα του πολεμου.
Έσκυψε να φιλήσει το μικρό της και με ανησυχία διαπίστωσε πως ψηνόταν στον πυρετό κι εκείνο απελευθέρωσε το κλάμα του.

Τρεις γυναίκες που κουβαλούσαν στους ώμους τους πάνω από μισό αιώνα αναμνήσεων κάθονταν στο παγκάκι τους κάτω από τον μεγάλο πλάτανο του χωριού. Τα γκρίζα πια μαλλάκια τους ήταν δεμένα σε κότσο και στους ώμους τους ήταν ριγμένες ζακέτες που εμπόδιζαν το αεράκι του φθινοπώρου να διαπεράσει το γερασμένο τους κορμί. Τα πρόσωπα τους έφεραν βαθιές ρυτίδες που άφησε στο πέρασμά του ο χρόνος και το βλέμμα τους εξέπεμπε ζεστασιά και ελπίδα.

Την ησυχία εκείνου του φθινοπωρινού απογεύματος έσπασαν ανήσυχες φωνές και στόματα που μουρμούριζαν την λέξη πρόσφυγας.

Αφηγήσεις και εικόνες από μια άλλη εποχή ξεπήδησαν μπρος στα μάτια των τριών γυναικών. Σπαραγμοί, μοιρολόγια, βλέμματα χαμένα, κορμιά και μάτια κενά. Άνθρωποι άδειοι που η ψυχή τους είχε μείνει πίσω στον καμμένο και καταματωμένο ελληνισμό της Μικράς Ασίας είχαν ξεχυθεί και σε αυτό το λιμανάκι της Λέσβου κάποτε.. πίσω στο 1922.
Ανατρίχιασαν στην ενθύμηση αυτών των ματωμένων σελίδων της ελληνικής ιστορίας.

Μια νεαρή γυναίκα απεγνωσμένα προσπαθούσε να ηρεμήσει το μωρό της που σπάραζε. Με κόπο περπατούσε και από τα μαύρα μάτια της κυλούσαν δάκρυα, ούτε λίγο γάλα δεν είχε να του δώσει.

Αμέσως η μια από τις τρεις γυναίκες, η πιο νέα, με γοργό βήμα μπήκε στο σπίτι της και έφτιαξε λίγο γάλα. Βγήκε με το μπουκαλάκι στα χέρια και κινήθηκε προς την ανήσυχη μητέρα.

Την τράβηξε απαλά από τον αγκώνα και στα ελληνικά με ζεστή φωνή την καθησύχασε.
Η νεαρή γυναίκα την κοίταξε στα μάτια και την εμπιστεύτηκε. Με νοήματα η γιαγιά της ζήτησε το μωρό κι έχοντας το στην αγκαλιά της το τάισε. Οι άλλες δύο του τραγουδούσαν παιδικά τραγούδια που οι γιαγιάδες τους τους είχαν μάθει.

Το μωρό ηρέμησε και σιγά σιγά αποκοιμήθηκε.
Η νεαρή μητέρα κοιτούσε με ευγνωμοσύνη τους φύλακες αγγέλους της.
Οι τρεις γυναίκες γνωρίζοντας την φρίκη του ξεριζωμού με αγάπη αγκάλιασαν τους δύο κυνηγημένους.

~•~

Η γιαγιά Μηλίτσα (η γυναίκα που τάισε το μικρό προσφυγόπουλο) καθώς κι οι άλλες δύο γυναίκες, Ευστρατία και Μαρίτσα είχαν προταθεί για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Τα αυτούσια λόγια της όταν αφηγείται το γεγονός είναι:
 «Δεν κάναμε κάτι σπουδαίο. Θέλαμε μόνο να βοηθήσουμε την κοπέλα που ήταν βρεγμένη και ταλαιπωρημένη και το παιδί της. Κάναμε ό,τι θα έπρεπε να κάνει κάθε μάνα και κάθε γιαγιά».

~•~

💙

(04/07/2020)

PeopleOnde histórias criam vida. Descubra agora