Η πρώτη ανοιξιάτικη πανσέληνος από ώρα είχε ανατείλει πίσω από τις βουνοκορφές του Ταϋγέτου, που ήταν στολισμένες στα λευκά από την τελευταία πνοή του χειμώνα, και σαν ολόχρυσο φλουρί δέσποζε στον μενεξεδένιο ουρανό, θορώντας τον πυρόξανθο ήλιο που νωχελικά έδυε στην αγκαλιά της Μεσογείου.
Ένα ένα τα μεγάλα μαύρα φανάρια με τις σκαλιστές λεπτομέρειες άναβαν φωτίζοντας τα πλακόστρωτα σοκάκια της πολιτείας, ενώ τα άστρα με το θαμπό τους φως έκαναν δειλά την εμφάνιση τους καθώς το πέπλο της νύχτας απλωνόταν σε όλο τον ουρανό.
Το βενετσιάνικο κάστρο ορθωνόταν αρχοντικά στον λόφο περιτριγυρισμένο από τα ψηλά πεύκα, τις πυκνόφυλλες βελανιδιές και τα πολυπληθή αιωνόβια ελαιόδεντρα με τα ασημένια φύλλα, χαρακτηριστικό έμβλημα της μεσσηνιακής γης. Η μεγάλη, βαριά ξύλινη πόρτα από ώρα είχε μανταλωθεί και στο ερημικό παλάτι ησυχία είχε απλωθεί. Μονάχα το γλυκό τραγούδι των πρώτων αηδονιών ακουγόταν προμηνύοντας τον ερχομό του ολάνθιστου έαρος.
Πάνω στον ψηλότερο πυργίσκο του κάστρου -και λίγο πιο κάτω από τα άστρα- αιθέρια μια παρουσία καθόταν στο χείλος του πέτρινου τείχους, χτενίζοντας τα μακριά καστανά μαλλιά της. Λουσμένη από το φως της σελήνης, η λυγερή μορφή της κόρης διαγραφόταν με αργυρό περίγραμμα και καθώς το αγέρι περνούσε μέσα από τις φυλλωσιές, παιχνιδίζοντας με τα δέντρα που μόλις είχαν δεχθεί το πρώτο φίλημα της άνοιξης, παρέσερνε τα άνθη της μηλιάς κι απαλά τα έριχνε πάνω στο ασημοστόλιστο λευκό της φόρεμα.
Το προσωπό της είχε όψη αρχοντική, φαίνεται οι νεράιδες να την προίκισαν με όλη την ομορφιά του κόσμου. Φεγγαροπρόσωπη ήταν, με μύτη λεπτεπίλεπτη, χείλη κερασένια και δύο μάγουλα ροδαλά λες και τα τριαντάφυλλα της χάρισαν το γλυκό φιλί τους. Είχε και μάτια καταγάλανα και σκεπάζονταν από τον παχύ ίσκιο που δημιουργούσαν τα βαριά της ματόκλαδα.
Όμως, όσο γλυκιά ήταν η όψη της, τόσο μακρινό και θλιμμένο ήταν το ζαφειρένιο της βλέμμα.Από μικρή η πριγκίπισσα Ισαβέλλα είχε ξενιτευτεί στη χώρα των ιπποτών. Μακριά από την μάνα της και από την Καλαμάτα της, τις δύο μεγάλες της αγάπες, μεγάλωσε. Μεγάλωνε κι ομόρφυνε, μα στην ψυχή της βαρύς χειμώνας απλωνόταν. Πού και πού μες στην μουντή αυλή του παλατιού της Νάπολης μάθαινε τα νέα του τόπου της. Μπορεί να ήταν πριγκίπισσα των Δυτικών, μα στις φλέβες της έρεε κι αίμα ελληνικό, καθετί δυσάρεστο του τόπου της την πλήγωνε βαθιά, όμως κανείς μες στη μουντή αυλή δεν της έδινε παρηγοριά. Μονάχα λόγια ιπποτικά, γεννήματα του μυαλού κι όχι της καρδιάς. Κι η αρχόντισσα του Μοριά, ύψωνε τα τείχη της όλο και πιο πολύ.
YOU ARE READING
People
Short StoryΤο καράβι των σκέψεων είναι έτοιμο να σαλπάρει. Προορισμός δεν είναι η Ιθάκη, μονάχα η διαδρομή. Έχει τόσα πολλά να δούμε και άλλα τόσα να σκεφτούμε. Έλα, έκανα τις σκέψεις μου ιστορίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους σαν εμένα κι εσένα, ανθρώπους απλού...