𝓒𝓱𝓪𝓹𝓽𝓮𝓻 𝓯𝓸𝓾𝓻𝓽𝔂 𝓽𝓱𝓻𝓮𝓮

110 24 3
                                    

"Την επόμενη φορά να είστε πιο διαβασμένοι γιατί αλλιώς θα ξεκινήσω να βάζω τεστάκια", λέει αυταρχικά η Σακελλαροπούλου.

Αρχίζουν τα μουρμουρητά μέσα στην τάξη για τις παράλογες απαιτήσεις της καθηγήτριας.

"Μας δουλεύει; Πόσο ακόμα να διαβάσουμε;" αναρωτιέται η Δάφνη νευριασμένη.
"Υπάρχουν και μερικοί που δεν έχουν ανοίξει κανένα βιβλίο", απαντάει μια κοπέλα δίπλα και κοιτάζει στο τέλος της αίθουσας τα "καλά" παιδιά της τάξης. Εγώ συνεχίζω να μαζεύω τα πράγματά μου χωρίς να δίνω σημασία στην κουβέντα τους.

"Έγινε κάτι Καραμάνου" ρωτάει η Σακελλαροπούλου.
"Όχι, όχι τίποτα κυρία", απαντάει η  Δάφνη με τον θυμό να είναι εμφανής στη φωνή της.
"Άντε, πάμε πριν μας πει τίποτα άλλο", λέει η Δάφνη ανυπόμονα.
"Ναι, ναι", μαζεύω γρήγορα τα βιβλία μου και φεύγουμε τρέχοντας.
"Θα έρθεις στην καφετέρια; Θα είναι και τα παιδιά" με ρωτάει η Δάφνη.
"Όχι, θα πάω λίγο στο δωμάτιο και μετά θα πάω για καφέ με τον Μάριο"
"Α ναι, σωστά! Άντε γεια και άμα πας στην Άντζι πες της χαιρετίσματα", λέει και το μυαλό μου ξαναπηγαίνει σε εκείνη.
"Ε, ναι... ναι εντάξει"

Υπάρχει περίπτωση να μη συνέλθει άραγε; Θα καταφέρω να την κάνω καλά; Δεν μπορώ να τη χάσω τώρα που κατάλαβα πώς νιώθω για αυτήν!

Με τις σκέψεις αυτές φτάνω στο δωμάτιό μου. Πετάω την τσάντα και πηγαίνω στο μπάνιο να πλύνω το πρόσωπό μου.

••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••••

"Τι νέα έχεις από την Άντζελα;" με ρωτάει ο Μάριος την ώρα που καθόμαστε στην καφετέρια.
"Τα ίδια, δεν μιλάει, δεν τρώει, δεν πίνει. Με λίγα λόγια έχει πέσει σε κατάθλιψη", εξηγώ και επικεντρώνω το βλέμμα μου στο περίτεχνο σκάλισμα του τραπεζιού.
"Έι!" με σκουντάει,"εσύ τι θα κάνεις;"
"Θα τη βοηθήσω όσο μπορώ"
"Εντάξει ρε. Να ξέρεις, ό,τι χρειαστείς θα είμαι εδώ", απαντάει και με ενθαρρύνει.

Με κάνει να νιώσω πως δεν θα είμαι μόνος μου στον αγώνα που θα δώσω.

"Είσαι αδερφός ρε!" λέω και τον αγκαλιάζω.

Πάνω στην ώρα έρχεται και ο σερβιτόρος. Παραγγέλνουμε τους καφέδες μας και άμεσα τον ρωτάω για ποιο λόγο μού ζήτησε να έρθω εδώ.

"Λοιπόν, νομίζω ότι έχεις καταλάβει ότι πρόκειται για την Αμέλεια..." τον διακόπτω γιατί νιώθω το κινητό μου να δονείται στην τσέπη μου. Το βγάζω έξω και βλέπω το νούμερο του Οδυσσέα.
"Έλα, τι συμβαίνει;" ρωτάω αγχωμένος.
"Πρόκειται για την Άντζι", λέει και νιώθω τα άκρα μου να τρέμουν.
"Τι συμβαίνει;" ρωτώ φορώντας τη ζακέτα μου. Ο Μάριος με κοιτάει ανήσυχος.
"Απλά έλα εδώ! Είσαι ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει..."
"Έρχομαι", αποκρίνομαι και πετάω ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι.
"Όλα καλά;" απορεί ο Μάριος και σηκώνεται από τη θέση του.
"Δεν ξέρω, απλά πρέπει να πάω στην Άντζι. Αναγκαστικά θα αναβάλουμε  τον καφέ"
"Είσαι τρελός ρε; Φυσικά! Πήγαινε και πάρε με για ό,τι νεότερο"
"Ναι γεια", απαντώ και φεύγω από την καφετέρια.

Don't leave me... (ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗ) Where stories live. Discover now