𝓒𝓱𝓪𝓹𝓽𝓮𝓻 𝓯𝓸𝓾𝓻𝓽𝔂 𝓮𝓲𝓰𝓱𝓽

118 23 2
                                    

Άρης

Ίσως αυτό που έγινε να ήταν το καλύτερο. Η Άντζελα δεν πρέπει να πάει στο μέρος που έχασε τη μητέρα της. Δεν θα της κάνει καλό.  Μόνο τα αντίθετα αποτελέσματα θα φέρει.

Όλα θα γίνουν όπως τα είχαμε κανονίσει εξαρχής, θα έρθει η Ιωάννα αύριο Πειραιά. Αν η Άντζι δει την κολλητή της, ίσως γίνει λιγάκι καλύτερα. Όμως, ποιον κοροϊδεύω; Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση!

Βγαίνω από το αυτοκίνητο και κοιτάω το κινητό μου. Η ώρα έχει πάει οκτώ. Έχω ήδη αφήσει την Αμέλεια στο δωμάτιό της και τώρα είμαι έτοιμος να επιστρέψω στην Άντζι. Κανόνισα να μείνω εκεί το βράδυ, αφού μου έδωσαν βέβαια πρώτα την άδεια οι δικοί της και η ίδια, φυσικά. Νομίζω ότι νιώθει ασφάλεια δίπλα μου, αλλά κάθε φορά που αντικρίζω αυτό το θλιμμένο πρόσωπο, η ψυχολογία μου καταστρέφεται και η καρδιά μου σπάει...
Απλά δεν μπορώ να τη βλέπω σε αυτά τα χάλια και μερικές φορές πιστεύω ότι δεν θα την ξαναδώ ποτέ χαρούμενη.

Ελπίζω να μην με καταβάλουν αυτές οι σκέψεις και να συνεχίσω τις προσπάθειές μου να τη θεραπεύσω.

Καθαρίζω το μυαλό μου και βάζω πάλι μπρος το αυτοκίνητο. Μέσα σε είκοσι λεπτά βρίσκομαι πάλι κοντά της. Στις σκάλες για τον δεύτερο όροφο, πέφτω πάνω στη θεία της. Με κοιτάζει κατάματα και περιμένει να μιλήσω...

"Καλησπέρα... και πάλι" λέω αργά, όμως αυτή απλώς με κοιτάει και δεν λέει τίποτα. "Συγγνώμη, δεν είχα προλάβει να σας συλλυπηθώ. Η Άντζελα με χρειαζόταν. Καταλαβαίνω την κατάσταση που βιώνετε, το βλέπω στα μάτια της ανιψιάς σας. Να ξέρετε πως είμαι δίπλα της και δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για αυτήν" ολοκληρώνω και το χέρι μου πλησιάζει το δικό της.

Δεν ξέρω κατά πόσο θα δεχτεί την κίνηση αυτή, αλλά εγώ οφείλω να την υποστηρίξω. Θέλω να το κάνω. Θα νιώσω καλά και εγώ ο ίδιος...

Το βλέμμα της χαμηλώνει. Δεν κουνιέται. Δεν μπορώ να προβλέψω τις προθέσεις της και το τι πρόκειται να κάνει, αλλά μόνο να μην κλάψει. Μόνο αυτό ζητάω.

Η ευχή μου, όμως, δεν βγαίνει αληθινή και φυσικά ξεσπάει σε κλάματα.

"ΑΑΑ" ουρλιάζει, κλαίγοντας και η καρδιά μου σχίζεται στα δύο.
Είμαι η αιτία όλων των κακών. Μία η Άντζι, μία η θεία της. Απορώ, θα καταφέρω να μη φερθώ σαν ηλίθιος μία φορά; Η κραυγή συνεχίζει να ηχεί και κλείνω τα μάτια μου.

Καθώς ο όγκος της θείας της Άντζι χύνεται πάνω μου, την κρατάω αγκαλιά και ας μην τη γνωρίζω. Την έχει ανάγκη αυτή την αγκαλιά από τον οποιονδήποτε...

Έχει ανάγκη αυτή και όλοι τους παρηγοριά.

Κάθε φορά που συνειδητοποιώ τι συμβαίνει, αρχίζουν να περιτριγυρίζουν το μυαλό αναμνήσεις με το πρόσωπο της μητέρας μου. Όταν την έχασα ένιωσα και εγώ τον ίδιο πόνο...
Ήμουν επτά ετών και αυτή πολύ άρρωστη.

Ήταν πολύ νέα και δεν μπορούσα να το δεχτώ. Ο πατέρας μου, όμως, με έκανε να το ξεπεράσω γρήγορα. Πονούσε και εκείνος, όμως ο πόνος αυτός του έβγαλε το χειρότερό του εαυτό.... πάνω μου. Ο συνδυασμός της συμπεριφοράς του και της απώλειας, με έκαναν όλο και χειρότερο άνθρωπο. Ήμουν μεγάλο καθίκι και δεν με ένοιαζε τίποτα απολύτως. Έκανα απαίσια πράγματα και γινόμουν καθημερινά όλο και πιο μεγάλος μπελάς. Κάποια στιγμή, ο πατέρας μου δεν με άντεξε άλλο και με έστειλε στο χωριό, στη γιαγιά μου.

Αυτή προσπάθησε πάρα πολύ και τελικά κατάφερε να με συμμορφώσει. Η πρόοδός μου αναπτυσσόταν όλο και πιο πολύ και δενόμουν όλο και περισσότερο με τη γιαγιά μου. Είχε γίνει τα πάντα για μένα  -είναι ακόμα δηλαδή- και μου έμαθε να σέβομαι τους ανθρώπους, κάτι που είχα ξεχάσει λόγω του πατέρα μου...


Είχα φτάσει πλέον στην ηλικία των δεκαεπτά και άρχιζα να ωριμάζω όλο και πιο πολύ. Ο πατέρας μου έφτιαξε τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα με την οποία απέκτησε και παιδιά.
Κάθε δύο μήνες μου έστελνε λεφτά, σπανιότερα ερχόταν και με έβλεπε. Αλήθεια, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί με παράτησε, αλλά στη συνέχεια συνειδητοποίησα ότι έκανε το καλύτερο και για τους δυο μας. Οι σχέσεις μας ήταν από πάντα κάπως περίεργες.

Αν τον έβλεπα ξαφνικά στο δρόμο, δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσα.

"Τι έπαθες;" ακούω τη φωνή της θείας της Άντζελας να με επαναφέρει στη συζήτηση. Πώς αφαιρέθηκα έτσι; Ούτε που το κατάλαβα.

"Τίποτα, τίποτα απλώς... πάω πάνω", είναι οι μόνες λέξεις που μπορώ να εκφράσω. Με κοιτάει ταραγμένη με ανοιχτό το στόμα και γουρλωμένα μάτια.
"Εντάξει, σε ευχαριστώ πάντως πολύ για όλα... και για την Άντζελα και γενικά. Φαίνεσαι πολύ καλό παιδί" μου λέει τέλος και σκάω ένα χαμόγελο.

Ανεβαίνω τις σκάλες και μπαίνω μέσα στο δωμάτιο της Άντζι. Είναι άδειο. Βασικά μόνο αυτή λείπει, αλλά εμένα έτσι μου φαίνεται...

Don't leave me... (ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗ) Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang