•𝓒𝓱𝓪𝓹𝓽𝓮𝓻 4•

72 13 7
                                    

Μυρίζω τον καθαρό αέρα , νιώθω το κρύο αεράκι να με κάνει να τρέμω αλλά δεν με νοιάζει

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Μυρίζω τον καθαρό αέρα , νιώθω το κρύο αεράκι να με κάνει να τρέμω αλλά δεν με νοιάζει . Νιώθω πως είμαι χαρούμενη ξανά . Μπορώ επιτέλους μετά από τόσα χρόνια να δω τον κόσμο από ψηλά . Να ακουμπήσω τα σύννεφα . <<Κρυώνεις ;>> Με ρωτάει ήρεμα . Το ξέρω αυτό το συναίσθημα . Όταν πετάς δεν σε νοιάζει τίποτα . <<Εντάξει είμαι >>. Απαντώ χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τον απογευματινό ουρανό . Τα χρώματα που αλλάζουν συνέχεια . Σαν ένας ζωγράφος να τα ανακατεύει κάθε τόσο με το πινέλο του . <<Τρέμεις>>Μου είπε με μια δόση συναισθήματος να χρωματίζει την φωνή του . Επιτέλους εκδηλώνει κάτι εκτός από ψυχρότητα . Ξαφνικά πέφτουμε με γρήγορο ρυθμό προς τα κάτω . Σφίγγω τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του . Κρύβω το πρόσωπο μου στο στήθος του . Ακούω την καρδιά του να χτυπά . Ο ποιο όμορφος ήχος που έχω ακούσει . Η Καρδιά ενός αληθινού δράκου . Ξαφνικά νιώθω μια ασφάλεια . Σταματάμε να πέφτουμε και τα πόδια μου αγγίζουν το έδαφος . Με κρατεί από την μέση για να βρω την ισορροπία μου . <<Είσαι εντάξει ; >> με ρωτάει και σαν να έχει αλλάξει εντελώς , τα μάτια του είναι ζεστά . Το πρόσωπο του χαλαρό . <<Επιτέλους , νόμιζα πώς δεν θα ερχόσασταν ποτέ ! >> Φωνάζει μια κοπέλα καθώς μας πλησιάζει . Που ακριβώς ήρθαμε ; Ρίχνω μια μάτια γύρω μου . Είναι άνοιξη ! Πως είναι δυνατόν ;! Τα δέντρα γεμάτα πολύχρωμα λουλούδια που δεν έχω ξαναδεί . Το έδαφος καλυμμένο από πυκνό κοντό καταπράσινο γρασίδι . Και στο βάθος , βλέπω φώτα . Μικρά σπιτάκια να σχηματίζονται . Σχεδόν ακούω τις φωνές των κατοίκων. <<Υβέϊν να σου γνωρίσω την αδελφή μου , Αζούρα ...>> Είπε ο Κεναζ , χαμογελώντας . Είχε πανέμορφο χαμόγελο . Διαφορετικός άνθρωπος . <<Χάρηκα >>Είπα και πήγα να κάνω υπόκλιση . <<Ω μη ! Δεν χρειάζεται αυτή η επισημότητα .>> Είπε και στάθηκα ξανά όρθια με ίσια την πλάτη μου . Είδα τα φτερά της στη πλάτη της . Ήταν σκούρο καφέ σχεδόν μαύρα σαν τα δικά μου . . . . όταν είχα δηλαδή . Τα μάτια μου ασυναίσθητα γέμισαν με δάκρυα . Μου λείπουν τόσο πολύ . <<Εσείς οι Σικάουα είστε τόσο παράξενοι >> Παρατήρησε η Αζουρα. Ο Κενάζ με κοίταξε απότομα . Γνωρίζοντας ποσό με πλήγωσε , το γεγονός οτι δεν αναγνώρισε ότι είμαι και Χούκα . <<Αζουρα , η Υβέϊν είναι υβρίδιο . Μισή Σικάουα και μισή . . . Χούκα . >>Είπε τονίζοντας την τελευταία λέξη . Υβρίδιο όχι μπάσταρδη . Πρώτη φορά με αποκαλούν κάτι άλλο παρά μπασταρδη , τέρας η ότι άλλο τους έκανε να αισθάνονται καλύτερα με τον εαυτό τους . <Σ—συγνώμη δεν ήθελα >> Είπε και με κοίταξε με θλίψη . <<Είναι εντάξει , δεν είμαι σίγουρη έαν εγώ βλέπω την άλλη μου πλευρά πλέον . . .>> είπα και αμέσως κατάλαβα πως αποκάλυψα ίσως περισσότερα από τι θα ήθελα . Κοίταξα πίσω μου σαν να έβλεπα τα φτερά μου . << Πρέπει να πάμε στο παλάτι >> Είπε ο Κενάζ . Με πλησίασε . Σήκωσα το βλέμμα μου για να τον αντικρίσω . Ήταν ποιο ψηλός από εμένα. <<Πάμε ;>> είπε και άπλωσε το χέρι του . Το ακούμπησα διστακτικά . Και ένιωσα ξανά τον δράκο μέσα μου να ξυπνά . << Πως το κάνεις αυτό ;>> ρώτησα . << Είναι σαν να βλέπω τον δράκο μέσα σε όλους τους Χούκα . Όταν σε αγγίζω ή όταν βρίσκομε κοντά σου . Σκαλίζω εκείνο το κομμάτι του εαυτού σου και . . . ξυπνά . >> Απάντησε ήρεμα . Σαν αυτό που έλεγε να ήταν το ποιο φυσιολογικό πράγμα . Ένευσα θετικά αν και δεν είμαι σίγουρη πως κατανοούσα απόλυτα αυτό που μου έλεγε . Πέρασε το χέρι του από την μέση μου , με κράτησε στα χέρια του και πετάξαμε ξανά προς τα πάνω . <<Αυτό το πλάσμα στο δάσος τι ήταν ? >>Ρώτησα κοιτάζοντας το χωριό που απλώνονταν από κάτω μας . Φώτα , λαχταριστές μυρωδιές παιδιά που δεν ήταν παρά μικρές φιγούρες έτρεχαν χαρούμενα . Εδώ η ζωή ήταν αλλιώς . Ήμασταν στην Χούκα άραγε ; Θα έβλεπα ξανά τον πατέρα μου ; <<Πρώτον το πλάσμα ονομαζόταν Ίφριντ και ήταν ο προστάτης του δάσους . Δεύτερον όχι δεν είμαστε στην Χούκα αλλά στην καρδιά του Βασίλειου . Και τρίτον εάν ο πατέρας σου βρίσκετε κάπου αυτό το κάπου είναι η Χούκα όχι εδώ . Απάντησε και γύρισα απότομα να τον κοιτάξω . Χαμογελούσε πονηρά . Πως ήξερε τι σκεφτόμουν !; <<Είναι χάρισμα , είμαι πολύ διαφορετικός από τους υπόλοιπους δράκους >> απάντησε ξανά στο ερώτημα μου χωρίς να το πω. Μετά από λίγο τα πόδια μου άγγιξαν ξανά το έδαφος . Δεν μου ήταν αρκετό . Ήθελα να νιώσω τον ουρανό ξανά και ξανά και ξανά . Μου είχε λείψει , ακόμα μου λείπει για πάντα θα μου λείπει . Αντίκρισα το παλάτι . Ήταν πανέμορφο . Αλήθεια οποία λέξη και να χρησιμοποιούσα δεν θα ήταν αρκετή για να περιγράψω αυτό που βλέπω μπροστά μου . Το μάτι μου δεν το χωρούσε ολόκληρο . Οι πύργοι ήταν πανύψηλος . Οι τοίχοι μαύροι σαν την νύχτα σαν το Κενάζ κατάλαβα μετά από λίγο . Οι κάτοικοι υποκλίνονταν όταν περνούσαμε από κοντά τους . Ο Κεναζ χαμογελούσε ζεστά σε όλους τους . Άλλαξε πολύ από την στιγμή μου με πήρε . Σαν να φορούσε ένα προσωπείο . Αλλά τώρα που βρίσκετε σπίτι του , κοντά στον λαό του είναι ο εαυτός του . Όταν φτάσαμε στην πύλη . Εκείνη άνοιξε μόνη της . Με το πρώτο μου βήμα πέρα από το κατώφλι , με γέμισε μια μυρωδιά . Γύρισα στον Κεναζ μου συνομιλούσε θερμά με ένα στρατιώτη για την ημέρα του . Δεν ήταν οποιαδήποτε μυρωδιά . Ήταν η δίκη του . Η Αζούρα εμφανίστηκε απότομα μπροστά μου και πετάχτηκα . <<Δεν ήθελα να σε τρομάξω >> Είπε και χαμογέλασα αμυδρά . <<Έλα θα σου δείξω το δωμάτιο σου >> Είπε και με έπιασε αγκαζέ . Δεν το αρνήθηκα . Θα εκτιμούσα λίγη ξεκούραση και ένα ζεστό λουτρό . Περπατούσαμε για ώρα . Αυτό το παλάτι ήταν τεράστιο . Περάσαμε τα δωμάτια των υπηρετών , τα δωμάτια καλεσμένων , όπου περίμενα ένα από εκείνα να είναι το δικό μου . Αλλά όχι . Συνεχίσαμε να περπατάμε . Καθώς η Αζούρα μου εξηγούσε για το ποιος μένει σε ποιο δωμάτιο . Η αλήθεια είναι πως από την κούραση δεν άκουγα τίποτα από αυτά που έλεγε . Σταματήσαμε επιτέλους . <<Εδώ είναι το δωμάτιο μου >> Μου είπε και έδειξε την πόρτα πίσω μας , απέναντι από αυτήν που στεκόμασταν τώρα . <<Κι εδώ είναι το δωμάτιο του αδελφού μου >> είπε και έδειξε μια δίφυλλη πόρτα δίπλα στην δίκη της. Τι δουλειά έχω εγώ κοντά στα δικά τους δωμάτια . Στα δωμάτια των βασιλικών σε αυτό το μέρος ;! <<Ξέρω τι θα πεις . . . Γιατί να είσαι εδώ ; Στους βασιλικούς χιτώνες . Ε λοιπόν θα μάθεις αύριο . Από τον αδελφό μου . >> με χτύπησε στον ώμο και έφυγε . Την κοίταξα καθώς χανόταν στον διάδρομο . Άνοιξα την πόρτα μου και μπήκα μέσα . Το δωμάτιο είναι μεγάλο . Ένα γιγάντιο κρεβάτι βρήκατε στην μέση με τέσσερις κολώνες να βρίσκονται γύρω του κρατώντας το επάνω ξύλινο μέρος . Μια μεταξωτή λευκή ημηδιάφανη κουρτίνα ήταν πιασμένη στις κολωνες δεξιά και αριστερά από το κρεβάτι . Τόσο μεγάλο κρεβάτι , το δωμάτιο . Αυτή η πολυτέλεια . Είχα συνηθίσει στο αποπνικτικό δωμάτιο μου στο ορφανοτροφείο , το είχα αγαπήσει . Πήγα στο μπάνιο . Όπου με περίμενε μια μπανιέρα γεμάτη ζεστό νερό που έβγαζε καπνούς . Έβγαλα τα ρούχα μου και μπήκα μέσα . Σχεδόν με πόνεσε η ζέστη του νερού αλλά μπήκα μέσα ολόκληρη και χαλάρωσα . Τόσα πολλά να σκεφτώ . Την μια στιγμή βρίσκομαι στην Σικάουα και τώρα εδώ . Στην καρδιά του Βασίλειου . Όπου μέχρι σήμερα δεν γνωρίζαμε τίποτα για αυτό το μερος . Τίποτα . Ούτε για το ποιος το βασίλευε ούτε για τα εδάφη του απολυτως τίποτα . Δεν έχω ιδέα τι πλάσματα ζούμε εδώ . Είναι Χούκα ; Σικάουα μήπως Λαχίνα; Δεν ξέρω .Μια άλλη σκέψη πέρνει θέση . Είδα έναν δράκο ! Έναν πραγματικό δράκο . Από τον οποίο θα μάθω κάτι αύριο με βάση τα λεγόμενα της Αζούρα . Σταμάτησα όμως να σκέφτομαι . Χαλάρωσα . Μετά από ώρα , βγήκα επιτέλους από το νερό , το ποιο είχε κρυώσει πλέον . Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου γυμνή . Δεν είχα την δύναμη να ντυθώ . Το σώμα μου με εγκατέλειπε . Αλλά είχα λόγο να σηκωθώ αύριο . Περίμενα απαντήσεις από τον Κενάζ . Βασιλειά αυτού του μέρους από ότι κατάλαβα. Θα περιμένω , μέχρι τότε θα αφεθώ στον ύπνο είπα στον εαυτό μου και έτσι έκανα . Αλλά πριν αφήσω τον ύπνο να με παρασύρει σε ένα κόσμο γεμάτο όνειρα . Μια σκέψη μου αναβλήθηκε . Με αποκάλεσε με το όνομα μου . Δεν του το είχα πει ποτέ . Πως το ήξερε . ; Τα μάτια μου ήταν βαριά έτσι ....αποκοιμήθηκα .

𝒦𝐸𝒩𝒜𝒵Where stories live. Discover now