Τα μάτια μου κλειστά , αδύναμα ακόμα παρασυρμένα στα όνειρα ακούω κάποιους να συνομιλούν στο δωμάτιο μου . Δεν ανοίγω τα μάτια μου θέλω να ακούσω τι λένε . <<Μην την πλησιάζεις μπορεί να ξυπνήσει ! >> Λέει μια λεπτή παιδική κοριτσίστικη φωνή . <<Αχ είναι τόσο όμορφη . . . >> Της απαντάει μια άλλη . Ανοίγω τα μάτια μου , βλέπω δυο μικρές φτερωτές φιγούρες να αιωρούνται επάνω από το κεφάλι μου . Είναι ίσα με την παλάμη του χεριού μου . Είναι μπλέ και έχουν μεγάλα μάτια . Τα φτερά τους είναι κίτρινα ιριδίζουσα . Πετάγομαι από την τρομάρα μου και μαζεύομαι στο κρεβάτι . Εκείνες κρύβονται πίσω από το ξύλινο γραφείο , την στιγμή που εγώ ξυπνώ . Με φοβήθηκαν . Τι έχω εγώ να φοβηθώ τότε ; Στην Σικάουα δεν έβλεπες τέτοια πλάσματα μόνο ιερείς τριγυρνούσαν παντού. Ήταν σαν η μαγεία του τόπου και τα πλάσματα του να είχαν εξαφανιστεί . <<Τι είστε ;>>Ρωτώ διστακτικά και χαλαρώνω . Βγαίνουν από την κρυψώνα τους και κάθονται φοβισμένες στο κρεβάτι κοντά μου . Είναι όμορφες . <<Κάποτε μας αποκαλούσαν Πίξι πλέον μας ονομάζουν νεράιδες . >> Μου απάντησε η μια . Δεν τις ξεχώριζε εύκολα κανείς ήταν ολόιδιες . Μας είχαν μιλήσει για αυτές στο σχολείο . Για πολλά πλάσματα . Κυρίως μας μάθεναν τους κινδύνους για αυτά . Οι Πίξι η νεράιδες , ήταν πονηρά πλάσματα σε ξεγελούν αν με πλούτο και δώρα αλλά στο τέλος σε σκότωναν . Έτσι μας έλεγαν . Αυτές δεν φαίνονται επικίνδυνες πάντως . <<Πως σας λένε ;>> Ρώτησα με ήρεμη φωνή . <<Εγώ είμαι η Φί >> Ειπε αυτή που μου απαντούσε τόση ώρα .<<Εγώ η Λίξ>> Είπε η άλλη και κρύφτηκε πίσω από την φίλη της . <<Εγώ είμαι η Υβέϊν δεν χρειάζεται να με φοβάστε δεν θα σας κάνω κακό .>> Είπα και μου χαμογέλασαν . <<Έλα πρέπει να ετοιμαστείς ! >> Με διέταξαν ταυτόχρονα και σηκώθηκα από το κρεβάτι τυλιγμένη με ένα σεντόνι για να κρύψω την γύμνια μου . Με μια κίνηση του χεριού τους βρέθηκα να φοράω ένα γαλάζιο απαλό φόρεμα με μικρά λουλούδια επάνω . Είναι στενό την μέση και ριχτώ κάτω από την μέση . Τα κόκκινα μαλλιά μου είναι πιασμένα λίγα πίσω από το κεφάλι ; τα υπόλοιπα ριχτά στους ώμους μου . <<Είσαι όμορφη >> Σχολίασε η Λίξ . <<Ευχαριστώ >> απάντησα γλυκά . Με οδήγησαν έξω από την κάμαρα μου πετώντας χαρωπά μπροστά μου . Περπατώ από πίσω τους κοιτώντας τον κόσμο να περνάει από δίπλα μου χωρίς να μου ρίχνει ούτε ένα βλέμμα . Κρατούν συνεχώς το βλέμμα τους κάτω . Κοιτάζω και εγώ κάτω μήπως και βλέπουν κάτι στο πάτωμα . Αλλά το μόνο που βλέπω είναι τα πόδια μου να βγαίνουν κάτω από το φόρεμα μου κάθε τόσο .Φορώ γαλάζια πέδιλα που καλύπτονται τα δάχτυλα μου . Είναι άνετα. Σηκώνω ξανά το βλέμμα μου . Βρίσκομαι σε μια τεράστια αίθουσα . Έχει πολλά παράθυρα . Και είναι όλα τους τεράστια . Ένα τραπέζι με πλούσιο πρωινό βρίσκετε στην μέση . Η Αζούρα κάθετε ήδη στο τραπέζι και μοιάζει πολύ συγκεντρωμένη με το φαγητό της . <<Καλημέρα Υβέϊν ! >> Με φωνάζει και την πλησιάζω περισσότερο . Κάθομαι απέναντι της . Ψάχνω γύρω μου για τις τοσοδούλες φίλες μου αλλά δεν είναι πουθενά . <<Πάντα φεύγουν όταν πλησιάζει ο αδελφός μου .>> Μου λέει η Αζούρα . Μπορεί και αυτή να διαβάσει το μυαλό μου όπως ο Κεναζ ; . <<Μπορείς και εσυ ν—>> Με διακόπτει . <<Όχι μόνο ο αδελφός μου , έχει ιδιαίτερα χαρίσματα ξέρεις >> Μου απαντάει και βάζει ένα κομμάτι ανανά στο στόμα της . Έχω τόσες πολλές απορίες και η Αζουρα απλά απολαμβάνει το πρωινό της . Δεν αντέχω άλλο . Την βομβαρδίζω με ερωτήσεις .<<Αζούρα γιατί βρίσκομαι εδώ ; Που είναι τα υπόλοιπα κορίτσια που ήταν μαζί μου , στην άμαξα στον ερχομό μου εδώ ; Γιατί απλά εξαφανίστηκαν ! Γιατί ένιωσα το αίμα του δράκου μέσα μου να ξυπνά ; Ενώ έχει να αφυπνιστεί εδώ και χρόνια ;!! >>Λέω σχεδόν μετανιώνοντας την τελευταία ερώτηση . <<Πρώτον θα σου εξηγήσω σε λίγο , δεύτερον δέχονται ισάξια φροντίδα μα την δίκη σου και τρίτον σου είπα είναι εξαιτίας μου . . . Υβέϊν . Λέει ο Κενάζ μπαίνοντας στο χώρο . Ε λοιπόν ξέρει να κάνει είσοδο . Απαντώντας ξανά στα ερωτήματα μου . Αλλά αυτήν την φορά δεν χρειάστηκε να διαβάσει τις σκέψεις μου . <<Ο Αδελφός μου με την εξωπραγματική είσοδο του .>>Του λέει πειράχτηκα η Αζούρα . Εκείνος χαμογελάει και εγώ σκέφτομαι τις απαντήσεις που μου έδωσε . Ας είναι θα μάθω γιατί βρίσκομαι εδώ αργότερα . Ευτυχώς τα υπόλοιπα κορίτσια είναι καλά γιατί το σκεφτόμουν . Και τέλος δεν νομίζω πως θα το καταλάβω αυτό , είναι τόσο καινούργιο να νιώθω . . . ζωντανή ξανά . Σκέφτομαι και βάζω μια μικρή ομελέτα στο πιάτο μου . Η Αζούρα προσπαθεί να κρύψει το χαμόγελο της . Τελειώνω με το πρωινό μου και κάνω να σηκωθώ . Ο Κεναζ αρπάζει τον καρπό μου και το αίμα μου παγώνει . Νιώθω τον δράκο μέσα μπυ να σηκώνετε και να ουρλιάζει . Δεν πονούσα , όχι , όχι . Ξυπνούσα . Στρέφω γρήγορα το βλέμμα μου σε εκείνον και βλέπω τα μάτια του να έχουν την μορφή δράκου . <<Μα τον Χούκα >> Είπε η Αζούρα επικαλούμενη κάποιον θεό . Ο Κεναζ σηκώνετε και με πλησιάζει κι άλλο . Τα μάτια του έλαμπαν και η ίριδα ήταν λεπτή . Ένα μικρό χαμόγελο εμφανίζετε στα χείλη του . Με μια κίνηση του χεριού του η ελεύθερη παλάμη του τυλίγετε από ένα κόκκινο φως . Εκεί πλέον βρίσκετε ένας καθρέφτης . Μου τον δίνει και με κομμένη την ανάσα συναντώ το είδωλο μου στον μικρό στρογγυλό καθρέφτη . Τα μάτια μου —είναι φωτεινά σαν τον ήλιο το χρυσάφι τους χρώμα τώρα λάμπει σαν αστέρι . Η ίριδα του ματιού μου είναι λεπτή . Σαν ενός . . . δράκου . Όχι αδύνατον ! Δεν μπορεί ! Εγώ ;! Να είμαι δράκος ;!! . Τραβάω το χέρι μου από το γερό κράτημα του και τρέχω στο δωμάτιο μου . <<Υβέϊν ! >>Ακούω την Αζούρα να με φωνάζει αλλά δεν γυρίζω πίσω . Φτάνω στην πόρτα του δωματίου μου , ανοίγω μπαίνω μέσα κλειδώνω και σοριάζομαι στο πάτωμα . Εγώ η Υβέϊν Χέΐλ είμαι δράκος . Καθαρόαιμος δράκος . Είμαι ένας δράκος —χωρίς φτερά . Ένα τίποτα .
KAMU SEDANG MEMBACA
𝒦𝐸𝒩𝒜𝒵
ParanormalΗ Υβέϊν πίστευε πως θα ζούσε δυστυχισμένη σε μια από τις τέσσερις περιοχές του Βασίλειου για πάντα . Αλλά . . . Η μοίρα τις είχε αλλά σχέδια , μάλλον όχι μοίρα αλλά Κενάζ . Η Υβέϊν καλείτε με την βοήθεια των φίλων της να σπάσει μια κατάρα . Θα τα κα...