•𝓒𝓱𝓪𝓹𝓽𝓮𝓻 25•

40 4 0
                                    

Έχει περάσει σίγουρα μια ώρα από την ώρα που ξεκινήσαμε

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.

Έχει περάσει σίγουρα μια ώρα από την ώρα που ξεκινήσαμε . Η Αζούρα κοιμόταν στον ώμο του Θαριον , Ο Κεναζ έδειχνε αφηρημένος κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο . Ανησυχούσα για εκείνον , από την ώρα που ξεκινήσαμε έμοιαζε χαμένος στις σκέψεις του . Τον ένιωθα . Άγχος , φόβος , θυμός . Οι τρεις λέξεις που περιέγραφαν τέλεια τα συναισθήματα του . Σκέφτηκα να του μιλήσω . Αλλά φοβάμαι μήπως τον ενοχλήσω , ξέρω πως μπορεί να με χρειάζεται . Τι και αν απλά θέλει να μείνει για λίγο μόνος του ; Να πάρει η ευχή Υβέϊν ! Είναι το ταίρι μου ! Με χρειάζεται .
Κεναζ , είσαι εντάξει δείχνεις χαμένος . Του μίλησα αμέσως μετά το ξέσπασμα στις σκέψεις μου .
Φοβάμαι , πως η Ραΐζα θα κάνει κακό σε όσους αγαπώ . Είπε και κοίταξε την Αζούρα και τον Θαριον ο οποίος κοιμόταν και αυτός τώρα .
Φοβάμαι πως θα βλάψει . . . Εσένα . Είπε και κοίταξε εμένα . Τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του . Άγγιξα το χέρι του .
Είμαι εδώ σωστά ; Ρώτησα . Ενευσε θετικά . Βλέμμα γεμάτο πόνο .
Δεν μπορώ να σου πως πως θα είμαι καλά . Αλλά σου υπόσχομαι πως πάντα θα κάνω ότι μπορώ για να γυρίζω σε εσένα . Λέξεις γεμάτες ειλικρίνεια , δεν είπα αυτά τα λόγια για να τον ηρεμήσω . Το είπα γιατί το εννοούσα . Πάντα , θα έκανα ότι μπορούσα για να βρίσκω τον δρόμο μου πίσω σε εκείνον .Ένιωσα κάτι να τυλίγεται στο δάχτυλο μου .
Τι είναι αυτό ; Ρώτησα και κοίταξα το δαχτυλίδι που είχε εμφανιστεί γύρω από το δάχτυλο μου . Ο σκελετός έμοιαζε με κλαδί από δέντρο αλλά το γαλάζιο πετράδι . . . ήταν σαν βγαλμένο από παραμύθι .
Το εννοούσες , την υπόσχεση . Είπε ο Κεναζ η φωνή του μετάξι στο μυαλό μου .
Ναι , φυσικά και το εννοούσα . Είπα χωρίς δεύτερη σκέψη .
Το δαχτυλίδι είναι δώρο από πνεύματα , τα ονομάζουν Φέτια . Όταν κάποιος δίνει υπόσχεση μέσα από τη καρδιά του . Σφραγίζουν την υπόσχεση με ένα δαχτυλίδι . Είπε και έδειξε και το δάχτυλο του . Όπου υπήρχε ένα ασημένιο δαχτυλίδι με περίτεχνα σχέδια και στο κέντρο ένα οβάλ μαύρο διαμάντι . Ακούμπησα το χέρι του . Ρίγος διαπέρασε όλο μου το σώμα , στην επαφή του δέρματος μας . Η άμαξα σταμάτησε . Κοίταξα έξω από το παράθυρο δεν έβλεπα τίποτα . Πυκνή ομίχλη , έκρυβε τα πάντα . Ο Κεναζ σκούντηξε τον Θαριον και η Αζούρα ξύπνησε μαζί του . Κοιτάχτηκαν και η Αζούρα χαμογέλασε ντροπαλά . <<Αρκετα με το φλερτ , φτάσαμε .>> Είπε ο Κεναζ και σχεδόν γέλασα στην εικόνα του υπερπροστατευτικού αδελφού . Βγήκα από την άμαξα . Δεν μπορούσα να δω τίποτα . Βγάλαμε τα πράγματα μας από την άμαξα και ο Κεναζ είπε στον οδηγό να γυρίσει πίσω . <<Τώρα τι κανουμε ; Δεν διακρίνω καν το τοίχος >> Είπε ο Θαριον . Ήμασταν πολύ κοντά μεταξύ μας για να μην χαθούνε στην ομίχλη . <<Έχω μια ιδέα >>Είπα και με κοίταξαν όλοι . Εμφάνισα τα φτερά μου . Έκανα μια δρασκελιά , και ακόμη μια , και ακόμη μια και η ομίχλη γύρω μας άρχισε να υποχωρεί . Μπορούσα τώρα να δω δέντρα , και ίσα με πέντε μέτρα μακρυά έστεκε περήφανα το τοίχος . Το πλησιάσαμε . Φτιαγμένο από πέτρα και σίγουρα δεκαπέντε μέτρα ψηλό . Ο Θαριον γύρισε και μα σ' κοίταξε . <<Ο δράκος στην Σκνΐμ , μου δώσε την δύναμη της μεταμόρφωσης . Αναρωτιέμαι ;  . . . Πιαστείτε χέρι χέρι . >> Είπε και έπιασε το χέρι μου  , ο Κεναζ κράτησε την Αζούρα και εκείνη έσωσε το χέρι της στον Θαριον . <<Τώρα τι ; >> Ρώτησα και κοίταξα τον Θαριον . Έκλεισε τα μάτια του , ψιθύρισε κάτι πολύ χαμηλόφωνα και μετά φως τυλίχτηκε γύρω από τις ενωμένες παλάμες μας . Εκεινος χαμογέλασε θριαμβευτικά . Φως τύλιξε το πρόσωπο μου , το σώμα μου γαργαλιόμουν λίγο . Όταν αυτό εξαφανίστηκε κοίταξα τον Κεναζ και γουρλωσα τα μάτια μου . Τα αυτιά του ήταν μυτερά , το σώμα του ποιο εύκαμπτο . Μοιάζαμε με ξωτικά ! Κοίταξα την Αζούρα η οποία έπιανε τα αυτιά της γελώντας . Ο Θαριον γελούσε κοιτάζοντας τον Κεναζ που με κοίταζε σαν χαμένος . <<Τι ; >> Ρώτησα  . <<Ακόμα και σαν ξωτικό , πανέμορφη είσαι . >> Είπε και τα μάγουλα μου πήραν φωτιά . Ακουστικέ ένα μουγκρητό από πίσω μας και γύρισα τρομοκρατημένη να αντικρίσω ένα πλάσμα τρία μέτρα ψηλό . Με τεράστια κερατά . Νύχια ικανά να ξεκοιλιάσουν τον εχθρό με μια κίνηση . Λευκή γούνα κάλυπτε το κρανίο του , τα αυτιά που μυτερά σαν αυτά των ξωτικών . Τα δόντια του έβγαιναν απειλητικά από τα σαγόνια του .   Στεκόταν στα δυο του πόδια και μας πλησίαζε κοιτάζοντας μας . <<Μην κουνηθεί κανείς .>> Ψιθύρισε ο Κεναζ και ήρθε δίπλα μου . Το πλάσμα ήρθε μπροστά μας . Έσκυψε και μας μύρισε , η ακριβά μου θα ορκιζόμουν πως σταμάτησε . Το αίμα μου πάγωσε . Μετά πλησίασε τον Θαριον και την Αζούρα , ρουθούνισε και άρχισε να κινητέ προς τα πίσω . Όντως μοιάζαμε με ξωτικά . Πλησιάσαμε το τοίχος . Και ξαφνικά ένα πέρασμα άνοιξε . Τα τοίχοι ήταν μαγεμένα σε όλες τις περιοχές . Όταν πλάσμα της περιοχής το πλησίαζε άνοιγε ένα πέρασμα για εκείνο . Θυμάμαι που διάβαζα για τα τοίχοι , πίσω στην Σικάουα . Αρχίσαμε να προχωράμε πάνω μας κρέμονταν φυτά που ακουμπούσαν τα κεφάλια μας . Μόλις περάσαμε το πέρασμα εξαφανίστηκε . <<Κάντε τους φυσιολογικούς , μην τραβήξετε την προσοχή , ας βρούμε κάπου να μείνουμε και βλέπουμε τι θα κάνουμε αύριο . >> Είπε ο Κεναζ και αρχίσαμε να περπατάμε στο λιβάδι . Είχε αφόρητη ζέστη . Καλοκαίρι . Οι εποχές διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή . Ξεκάθαρα γιατί μετά τον πόλεμο , όλοι οι αφέντες των περιοχών ήθελαν να διαφέρουν από τις άλλες . Έτσι χρησιμοποίησαν ξόρκια για να διατηρούν μια εποχή όλο τον χρόνο. Στην Σικάουα είναι πάντα , φθινόπωρο , στην Χούκα είναι πάντα χειμώνας , στην Λαχίνα πάντα καλοκαίρι και στην καρδιά του Βασίλειου όπως έμαθα μετά που πήγα εκεί είναι πάντα άνοιξη . Περπατούσαμε για λίγη ώρα , μέχρι που εμφανίστηκαν οι πρώτοι οικισμοί . Με διαφορά τα ξωτικά είναι τα ποιο δημιουργικά πλάσματα από όλα . Τα σπίτια ήταν φτιαγμένα με ψηλές μυτερές κορυφές έτσι που το κάθε σπίτι θύμιζε ένα μικρό παλάτι . Οι δρόμοι στρωμένοι με κόκκινα τούβλα , λουλούδια παντού γύρω στον δρόμο . Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό , καθώς περνούσαμε από μια πλατιά . Τα ξωτικά ντυμένα με τα ποιο λαμπερά υφάσματα . Μας κοιτάζουν σαν να είμαστε εξωγήινοι , μάλλον θα φταίνε τα ρούχα . Έτσι αποφασίσαμε να κατασκηνώσουμε στο δάσος , για να περάσουμε απαρατήρητοι . Φύγαμε από την πόλη και βγήκαμε στο δάσος. Ο ήλιος είχε πέσει , το φεγγάρι φώτιζε τον δρόμο μας . Περπατούσαμε σιωπηλοί μέχρι που βρήκαμε ένα ωραίο ξέφωτο κατάλληλο για να περάσουμε την νύχτα . Το δασος ήταν σκοτεινό , τρομαχτικό θα έλεγα . Τα δέντρα είμαι πανύψηλα. Ο ουρανός γεμάτος αστέρια . Στήσαμε τις σκηνές . Εγώ και η Αζούρα θα κοιμόμασταν στην ίδια , γιατί ο Κεναζ δεν θεωρούσε επιλογή να κοιμηθεί ο Θαριον με την Αζούρα στην ίδια σκηνή . Ανάψαμε φωτιά και τώρα καθόμαστε γύρω της . <<Τι σκέφτεσαι ;>> Ρώτησα τον Κεναζ .
Τον δράκο , είναι κοντά πολύ κοντά . Σχεδόν μπορώ να την μυρίζω . Αλλά μετά χάνονται όλα . Μίλησε νοερά . Οι σιωπηλές αυτές συζητήσεις έχουν γίνει καθημερινότητα μας .
Κεναζ , θα την βρούμε . Μην χρεώνεις στον εαυτό σου και αυτό το βάρος . Μήπως μπορώ να το βοηθήσω . Εγώ η ο Θαριον ; Ρώτησα . Εννοώ είμαστε και εμείς καθαρόαιμοι δράκοι θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε κάπως ; Στον εντοπισμό των δράκων .
Μπορώ να τον εντοπίσω επειδή μπορώ και διεισδύω στις σκέψεις των άλλων . Εάν συγκεντρωθώ στον στόχο μου . Τον εντοπίζω ανάμεσα στο πλήθος . Γι αυτό εξαντλούμε όταν ψάχνω . Μου εξήγησε και θυμήθηκα τότε που μπήκα στο δωμάτιο του ενώ κοιμόταν . Ενευσα θετικά και ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του << Πάω για ύπνο , τα μάτια μου κλείνουν .>> Είπε η Αζούρα και μπήκε στην σκηνή μας . <<Θα πάω και εγώ , είμαι εξαντλημένη >> Είπα στον Κεναζ και φίλησα τα χείλη του . Σηκώθηκα και μπήκα στην σκηνή , ξαπλώνοντας δίπλα στην Αζούρα . <<Αζούρα >>   , είπα το όνομα της θέλοντας να τις τραβήξω την προσοχή .
<<Μμ ναι τι ; Δεν κοιμάμαι .>>Σήκωσε το κεφάλι της νυσταγμένα . Και συγκράτησα το γέλιο μου . <<Εσυ και ο Θαριον ; >> Ρώτησα θέλοντας να μάθω τι συμβαίνει ανάμεσα τους . Αμέσως το βλέμμα της ξύπνησε , τα μάτια της φώτισαν . <<Τ—τι τίποτα δεν συμβαίνει >> Είπε και άρχισε να παίζει με μια κλώστη στην μπλούζα της . <<Αζούρα . . . >> Την πίεσα . <<Καλά , καλά μου αρέσει . Πολύ. Παρά πολύ . Από την στιγμή που μπήκε στο παλάτι δεν μπορούσα να σταματήσω να τον σκέφτομαι , αλλά φοβάμαι πως δεν νιώθει το ίδιο .>> Είπε και την κοίταξα χαμογελώντας . Ξέρω πως ο Θαριον νιώθει ακριβώς το ίδιο με εκείνη . <<Αζούρα , ο Θαριον πάντα σε κοιτάζει με θαυμασμό , με συμπόνια και κατανόηση . Πίστεψε με νιώθει το ίδιο . Γιατί δεν του μιλάς ; >>Της είπα και εκείνη κοκκίνισε . <<Εντάξει ,θα το σκεφτώ >> είπε και έκλεισε τα μάτια της . Χαμογελώντας έκλεισα και εγώ τα δικά μου .

                                 Κεναζ
Έχω μείνει μόνο εγώ και ο Θαριον ξύπνιοι.Για να προσέχουμε τα κορίτσια . Δεν υπήρχε περίπτωση να τους ζητήσουμε να κρατήσουν σκοπιά . Χρειάζονται ξεκούραση . Ο Θαριον είναι αναπάντεχα σιωπηλός . Χαμένος στις σκέψεις του . Έχει να αρθρώσει λέξη εδώ και ώρες . Ανησυχώ για εκείνον .
<<Τι έχεις εσυ ;>> Τον ρώτησα και με κοίταξε . <<Τίποτα >> Είπε και ξανα κοίταξε κάτω .<<Ξέρω ότι δεν ημουν εκεί για εσένα τόσα χρόνια . Είμαι εδώ τώρα . Μπορείς να μου πεις ότι νιώθεις >> Είπα εννοώντας την κάθε λέξη . Με κοίταξε ξανά . <<Δεν έφταιγες εσυ Κεναζ . Το καθίκι ο πατέρας μας έφταιγε >> Μόρφασα στον χαρακτηρισμό για τον άξεστο πατέρα μας. Ακόμα ακούω τα ουρλιαχτά του Θαριον . Την ημέρα που ο πατέρας μας τον είχε δείρει μέχρι λιποθυμίας . Την ημέρα που έμαθε πάω δεν είναι γιος του . Ακόμα βλέπω εφιάλτες , ακόμα βλέπω την μητέρα μου να τον παρακαλεί γονατιστή να σταματήσει . Εκείνος όμως συνέχιζε . <<Το ξέρω >> Είπα και ξεφύσηξα . <<Η Αζούρα >> Είπε και μάγκωσα . Το ήξερα πως είχε συναισθήματα για εκείνη . Από την Μιθία . Όταν τον είδα την κοιτάζει . Το ήξερα . <<Ναι ;>> Είπα μιλά περνώντας ένα πονηρό χαμόγελο . <<Μην κανείς τον ανήξερο . >> Μου είπε . <<Άμα σου αρέσει , να της το πεις . Η Αζούρα έχει ανασφάλειες σχεδόν για τα πάντα . Μιλά της >> Τον συμβούλεψα . <<Φοβάμαι πως δεν θα έχω ανταπόκριση >> Μου είπε και τον κοίταξα με απορία. Πρέπει να είναι τυφλός . <<Εχθές , όταν σε αγκάλιασε μετά την Σκνΐμ . Ήξερα πως νιώθει το ίδιο . Πρέπει να είσαι τυφλός για να μην το βλέπεις >> Του είπα και ενευσε θετικά . <<Καλά , θα την μιλήσω >> Μου είπε και χαμογέλασα . Ξαφνικά άκουσα ένα σιγανό μουρμουρητό . Σαν τραγούδι . Έκανα νόημα στον Θαριον να μην μιλήσει . Συγκεντρώθηκα και ένιωσα το μόνο πράγμα που δεν περίμενα να νιώσω . Ο τέταρτος δράκος , ερχόταν προς το μέρος μας .

𝒦𝐸𝒩𝒜𝒵Where stories live. Discover now