•𝓒𝓱𝓪𝓹𝓽𝓮𝓻 14•

43 10 3
                                        

Ο αέρας είναι πολύ δυνατός και έχει κρύο , από την ζεστασιά της άνοιξης στα χιονισμένα βουνά στην Χούκα

К сожалению, это изображение не соответствует нашим правилам. Чтобы продолжить публикацию, пожалуйста, удалите изображение или загрузите другое.

Ο αέρας είναι πολύ δυνατός και έχει κρύο , από την ζεστασιά της άνοιξης στα χιονισμένα βουνά στην Χούκα . Περπατάμε εδώ και ώρα ανεβαίνοντας ένα βουνό . Ο Κεναζ μου είπε πως νοιώθει τον δράκο προς τα εδώ . Τα έλατα σκεπασμένα με χιόνι . Ούτε ένα ζώο , δεν είδα . Μένουν κρυμμένα στις φωλιές τους , μέχρι να κοπάσει αυτή η καταιγίδα . Έχει φτάσει απόγευμα , και ακόμη δεν έχουμε βρει τίποτα . Κανένα ίχνος του δράκου . Ο Κεναζ μου το είπε πως δεν θα είναι εύκολο . -Εκείνος περπατούσε μπροστά μου δείχνοντας μου τον δρόμο , έχοντας τα φτερά του σφιχτα μαζεμένα στην πλάτη του , για να τα προστατέψει από το κρύο . Εγώ ευτυχώς δεν χρειάζεται να ανησυχώ . <<Σε λίγο θα βραδιάσει θα κατασκηνώσουμε και συνεχίζουμε το πρωί >> Γύρισε ο Κεναζ να με αντικρίσει , και είδα την απογοήτευση στο πρόσωπο του .
                                 *****
Η καταιγίδα έμοιαζε να ηρεμεί. Βρήκαμε μια μικρή σπηλιά , και αφού ο Κεναζ την έλεγξε για τυχόν πλάσματα , μπήκα μέσα . Ανάψαμε μια φωτιά και για την ώρα κάθομαι δίπλα της ζεσταίνοντας τα παγωμένα χέρια μου . Είναι σιωπηλός , μοιάζει να ψάχνει κάτι . Να είναι χαμένος στο μυαλό του . Καθόταν στην μπροστινή μεριά της σπηλιάς , μακρυά από την φωτιά . Ήθελα να του πω να έρθει εδώ . Αλλά φοβάμαι μήπως τον ενοχλήσω . Δεν τον ξέρω , δεν γνωρίζω τι του αρέσει . Έτσι συγκεντρώθηκα και βρέθηκα στο τοίχος μου . Χωρίς να κλείσω τα μάτια μου , άνοιξα εκείνο το παράθυρο. Κοιτάζοντας την γυμνασμένη πλάτη του , έψαξα εκείνον , τις σκέψεις του . Γύρισε ελαφρά το κεφάλι του και με κοίταξε πίσω από τον ώμο του . Σαν να ήξερε τι κάνω . Τότε με άφησε να μπω . Το μυαλό του , γεμάτο από σκέψεις . Ανησυχούσε πως δεν θα βρούμε τον δράκο .
Θα τον βρούμε είμαι σίγουρη. Του είπα νοερά . Δεν μου απάντησε , άγγιξα το τοίχος του και θα έπερνα όρκο πως ρίγησε .
Έχει κρύο έλα κοντά στην φωτιά . Του μίλησα ξανά . Δεν μου απάντησε αλλά ήρθε προς τα μέσα και κάθισε απέναντι μου από την φωτιά .
Ευχαριστώ . Μου είπε νοερά . Δεν καταλαβα πως είχα ανοίξει το τοίχος μου , αλλά το έκανα . Σαν το ίδιο μου το σώμα λειτουργούσε διαφορετικά για εκείνον .
Αυτή είναι η δεύτερη φορά που μου λες ευχαριστώ . Είπα παίζοντας . Ένα γέλιο ακουστικέ στο μυαλό μου . Τόσο βελούδινο , τόσο ήρεμο.
Το εννοώ , ευχαριστώ που κανείς αυτό το ταξίδι μαζί μου . Εάν έλεγες όχι δεν θα σε πίεζα , αν και θα σε παρακαλούσα . Ευχαριστώ λοιπόν που δεν δυσκόλεψες την ζωή μου . Είπε και χαμογέλασα . Έκλεισα το παράθυρο και βγήκα από το τοίχος μου . <<Παρακαλώ>> απάντησα με φωνή και ένα αμυδρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του .Ήχος από κλαδιά να σπάνε ακούστηκε έξω από την σπηλιά . Το σώμα μου μπήκε σε επιφυλακή. Ο Κεναζ σηκώθηκε και μαζί του και εγώ . Τα μάτια του σκοτείνιασαν καθώς βγαίναμε από την σπηλιά . Σκοτάδι . Μόνο το φως του φεγγαριού φώτιζε το κάτασπρο χιόνι . Κοίταξα γύρω μας . Τίποτα . Όμως ξαφνικά πίσω από τα δέντρα άρχισαν να βγαίνουν αλεπούδες στο μέγεθος λύκου . Λευκή γούνα , μαύρες πατούσες και πορτοκαλί αυτιά . Όμορφα πλάσματα . Ήταν πάνω από δέκα . Άρχισαν να γρυλίσουν . Ο Κεναζ με έσπρωξε πίσω του . <<Μην φώναξεις >> Μου ψιθύρισε . Κατάπια με δυσκολία . Είμαστε δυο δράκοι ενάντια σε δέκα αλεπούδες . <<Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις δυνάμεις σου ;>> Ρώτησα ψιθυρίζοντας στον λαιμό του . <<Είναι Μπάξι μπορούν καταστείλουν τις δυνάμεις από ότι τις πλησιάζει .>>Μου απάντησε με κόφτη φωνή . Βηματίζαμε προς τα πίσω , όσο εκείνες μας πλησίαζαν . Οι πατούσες τους τόσο μεγάλες που άφηναν ένα ολόκληρο άνοιγμα με κάθε βήμα τους . Σχεδόν συγχρονισμένες μας πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο . Δεν έχουμε τις δυνάμεις μας . Προσπάθησα να φτάσω τις δυνάμεις μου . Τίποτα . Σαν να τις είχαν κλείσει κάπου όπου δεν μπορούσα να μπω . Είχαμε περάσει στη σπηλιά . Όσο εκείνες μας πλησίαζαν κιαλο . Έφτασα το σπαθί μου μέσα που τον  μανδύα μου και το  κράτησα στο χέρι μου .  Ο Κεναζ έκανε το ίδιο γιατί είδα μια αστραφτερή λεπίδα σε και ένα από τα χέρια του . Το σώμα μου έπεσε πάνω στα τοιχώματα τις σπηλιάς . Υπάρχουν δυο επιλογές . Πρώτον η μας καταβροχθίζουν . Η πολεμάμε και ξεφεύγουμε . Άφησα ένα πέρασμα ανοιχτό στο μυαλό μου . Η φωνή του Κεναζ ήχησε ανυπόμονη. Περίμενε να τον αφήσω να μπει .
Με το τρία κανε ότι καλύτερο μπορείς .
Εντάξει
Ένα
Δυο
Τρία . Πήρα φορά αλλά μια βαθιά αντρική φωνή με σταμάτησε . Οι αλεπούδες άρχισαν να υποχωρούν προς την φωνή εκείνου που τις κάλεσε .
<<ΜΠΑΞΙ >> Ο άντρας πέρασε στην σπηλιά . Φορούσε μια κατάλευκη γούνα και χοντες μαύρες μπότες . Τα μαλλιά του κατακόκκινα , όπως των περισσότερων κατοίκων τις Χούκα . Μάτια πράσινα σαν Σμαραγδή , και τα φτερά του ήταν σκούρα καφέ , μαζεμένα στην πλάτη του . Δεν μου πήρε πολύ σκέψη για να καταλάβω . Πως μπροστά μου έστεκε ο τρίτος δράκος .
<<Θάριον>> Είπε ο Κεναζ και γύρισα να τον κοιτάξω . Τον γνωρίζει ; Πως είναι δυνατόν .
<<Χρόνια και ζαμάνια αδελφέ .>> Είπε ο Θαριον και γουρλωσα τα μάτια μου . Αδελφέ ; Ο Κεναζ και ο Θαριον είναι αδέλφια ;

𝒦𝐸𝒩𝒜𝒵Место, где живут истории. Откройте их для себя