40. Η απαγωγή!

218 20 19
                                    

Βίκτωρ!

"Καλημέρα αγόρι μου... να σου ετοιμάσω πρωινό; Η Νάντια ξύπνησε;" ρώτησε η οικονόμος αφήνοντας την κανάτα με τον ζεστό καφέ στο τραπέζι.

"Καλημέρα! Η Νάντια βγήκε έξω και εγώ είδη έχω αργήσει." Της απάντησα πολύ γρήγορα και της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο για να φύγω. Κοίταξα την ώρα στο ρολόι μου και πλησίασα την έξοδο.

"Περίμενε πρέπει να σου μιλήσω!" Είπε ο πατέρας μου κατεβαίνοντας τις σκάλες και σταματώντας εμένα εκεί. Ταυτόχρονα το τηλέφωνό μου άρχισε να χτυπάει σαν μανιακό.

"Όπως βλέπεις έφευγα..." είπα εγώ πιάνοντας μέσα από την εσωτερική τσέπη του σακακιού μου το κινητό.

"Είναι σημαντικό! Όλα τα άλλα μπορούν να περιμένουν..." είπε εκείνος σε ήπιους αλλά αποφασιστικούς τόνους. Με το χέρι του μου έκανε νόημα μα αγνοήσω το τηλεφώνημα.

"Τότε τι είναι αυτό που δεν μπορεί να περιμένει αυτή την φορά;" τον ρώτησα χωρίς να είμαι προετοιμασμένος για το τι θα ακούσω. Όμως ένα ήταν σίγουρο. Τίποτα δεν θα χάλαγε την διάθεση που είχα σήμερα. Αυτή την στιγμή την περίμενα όσο τίποτα άλλο με εκείνη. Να ακούσω το σ' αγαπώ μέσα από τα χείλη της.

"Πρέπει να ορίσουμε την ημερομηνία γάμου σου με την Νάντια! Μετά..." έλεγε και εγώ τον διέκοψα με ένα νευρικό γέλιο.

"Δεν το πιστεύω! Από που προέκυψε τώρα αυτό;" ανέβασα τα γυαλιά ηλίου μου στο κεφάλι.

"Μετά από την βραδιά της δεξίωσης ,τι περίμενες πως θα συμβεί; Όλοι οι Φερράρι έχουν χορέψει στην οικογενειακή μας παράδοση με την μέλλουσα σύζυγό τους. " μου έλεγε και το κινητό μου δεν άργησε να χτυπήσει ξανά και το ίδιο τρελά όπως πρώτα.

"Όποια ιδέα και να έχεις μέσα στο κεφάλι σου , να την ξεχάσεις. Έχεις σκεφτεί πως οι άνθρωποι δεν είναι μαριονέτες σου; Να σου θυμίσω, έχεις απέναντί σου τον γιο σου και όχι κάποιον υπάλληλό σου. Έκανες τις επιλογές σου και τώρα είναι η σειρά μου να κάνω τις δικές μου. Να ήσουν υπεύθυνος για την δική σου ζωή. Για εμένα αποφασίζω εγώ! Όπως και για τον γάμο μου... Μην μου τρως τον χρόνο άδικα. Αυτό είναι κάτι που αφορά εμένα και την..." έλεγα κάθετος μέχρι που πρόσεξα το όνομα στην οθόνη του κινητού μου. Ο χαρτοφύλακας έφυγε από τα χέρια μου και το πρόσωπό μου χλόμιασε. "... Νάντια!" Είπα διαβάζοντάς το αργά. Δεν ήταν για καλό. Δεν είχε πολύ ώρα που είχε φύγει από το σπίτι. Σίγουρα δεν ήταν για καλό. "Νάντια; τι συμβαίνει ;" ρώτησα ανήσυχος μόλις απάντησα και χωρίς να δώσω περιθώριο να ακούσω την φωνή της.

Η ΚΑΤΆΣΚΟΠΟΣ!Where stories live. Discover now