~ Κεφάλαιο Εικοστό Πρώτο ~

1.6K 109 6
                                    

Η βροχή είχε σταματήσει.

Τα μάτια της Νικόλ να ταξιδεύουν μια στο χαρτί του βιβλίου και μια στην θέα του καθαρού πλέον ουρανού.

Σηκώθηκε αργά αργά από την ακριβή πολυθρόνα της και τύλιξε τον εαυτό της με μια λεπτή ζακέτα.

Άρχισε να βαδίζει προς την πόρτα του δωματίου ώστε να φτάσει στην αυλή της τεράστιας έπαυλης.

Ανοίγοντας την εξώπορτα , ολόκληρο το κορμί της ανατρίχιασε όταν το κρύο διαπέρασε το δέρμα της.

Τύλιξε καλύτερα τον εαυτό της και οδηγήθηκε στο κιόσκι που βρισκόταν δυο μέρες πριν.

Κάθισε σε μια από τις καρέκλες που βρίσκονταν εκεί και απολάμβανε την θέα της πόλης.

Είχε πλάτη το τεράστιο σπίτι , έκλεισε για λίγο τα μάτια της και θυμήθηκε την παλιά της ζωή.

Τους φίλους της , τις συνήθειες της.

Την οικογένεια της.

Όλα για εκείνη πλέον ήταν τόσο δύσκολα.

Άνοιξε και πάλι τα μάτια της κι αυτά αμέσως έπεσαν στο μικρό ουράνιο τόξο που είχε σχηματιστεί στον ουρανό.

Συνέχισε να το επεξεργάζεται για λίγο και ύστερα αφέθηκε στις σκέψεις της.

Της έλειπαν ήδη όλα αυτά που θεωρούσε δεδομένα.

<< βγήκε από το δωμάτιο της επιτέλους η Δούκισσα ; >> άκουσε την ειρωνική φωνή της Γιέλενα να ταράζει την γαλήνη της.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα την είδε να κάθεται σε μια καρέκλα απέναντι της και το βλέμμα της άρχισε πάλι να ταξιδεύει στην πόλη ,αγνοώντας την.

<<έμαθα τι έγινε χθες και ομολογώ ότι δεν σοκαρίστηκα ιδιαίτερα>> συνέχισε τον μονόλογο της προσπαθώντας να κεντρίσει την προσοχή της Νικόλ , δίχως αποτέλεσμα.

<< Μάλιστα ,η μικρή πριγκίπισσα μας αγνοεί κιόλας >> μονολογεί ειρωνικά στον εαυτό της δυνατά και ακολουθεί το βλέμμα της Νικόλ ώστε να δει τι κοιτάει με τόση προσήλωση.

<<δεν θα πεις κάτι ; >> την ρωτάει με ένα ξινό ύφος και η Νικόλ αφήνει μια κουρασμένη ανάσα.

Ύστερα φέρνει το βλέμμα της στα δάχτυλα της τα οποία παίζει μεταξύ τους.

<<εγώ φταίω που ήρθα >> αφήνει τελικά και με γρήγορα βήματα φεύγει από την αυλή μπαίνοντας στην έπαυλη.

Omerta:Ο Νόμος της σιωπής Where stories live. Discover now