Κεφάλαιο 20

12 2 0
                                    

Το κεφάλι της πονούσε πάρα πολύ και ένιωθε σουβλιές να διαπερνούν τα πλευρά της. Δεν έβλεπε τίποτα και δεν ήξερε αν είναι λόγω της έλλειψης φωτός ή αν έχασε την όραση της από το χτύπημα. Έκανε να πιάσει το κεφάλι της και ένιωσε κάτι υγρό να τρέχει και την γλυκερή οσμή του αίματος να της τρυπάει τα ρουθούνια.
Όλα ήταν θολά στο μυαλό της, δεν μπορούσε να θυμηθεί πολύ βασικά πράγματα, όπως πώς τη λένε και που βρίσκεται.
"Είναι κάνεις εδώ; Βοηθήστε με, σας παρακαλώ." είπε με δυνατή μα τρεμάμενη φωνή.
Καμία απόκριση, όλη αυτή την ώρα ήταν καθισμένη στο πάτωμα ενός δωματίου το οποίο ήταν υγρό και πολύ σκοτεινό. Μια χαραμάδα φωτός μπήκε κάτω από το σημείο που φανταζόταν ότι ήταν η πόρτα και την καθησύχασε λίγο. Τουλάχιστον δεν είχε χάσει την όραση της.
Προσπάθησε να σηκωθεί από το πάτωμα, μα τα τραύματα στο σώμα της δεν της το επέτρεψαν, είχε με κάποιο τρόπο τραυματίσει το δεξί της πόδι και αυτό έκανε ακόμα πιο δύσκολο το εγχείρημα της. Αποφάσισε να μπουσουλήσει ή να συρθεί προς την πόρτα. Με πάρα πολύ δυσκολία τα κατάφερε και πάλεψε να βρει το πόμολο για να ανοίξει την πόρτα.
Όταν το βρήκε συνειδητοποίησε ότι ήταν κλειδωμένη και τότε άρχισε να αγχώνεται.
"ΒΟΗΘΕΙΑ, ΕΊΝΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ; ΕΊΜΑΙ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΗ, ΑΙΜΟΡΡΑΓΩ. ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΏ" φώναξε πλέον με όλη της τη δύναμη και παράλληλα χτυπούσε τα χέρια της στην πόρτα. Σύντομα κουράστηκε και σταμάτησε, τότε άκουσε απ' έξω θόρυβο. Μια πόρτα να ανοιγοκλείνει και βαριά βήματα σε ξύλινο πάτωμα. Κάποιος στεκόταν έξω από την πόρτα της και άνοιξε ένα μικρό παράθυρο που ήταν πάνω σε αυτή και κοίταξε μέσα.
Λίγο παραπάνω φως μπήκε στο χώρο και τότε είδε ότι άλλο ένα άτομο βρισκόταν εκεί μαζί της. Ένας άντρας ξαπλωμένος σε ένα παλιό στρώμα στην άλλη άκρη του δωματίου, ήταν ακίνητος σαν νεκρός. Ανατρίχιασε ολόκληρη, το πρόσωπο του όσο μπορούσε να το δει, της ήταν γνώριμο, αλλά η ανάμνηση ήταν πολύ θολή.
"Πριγκίπισσα που είσαι; Μου κρύβεσαι;" άκουσε τη φωνή του άλλου άντρα που στεκόταν πίσω από την πόρτα και κοιτούσε μέσα στο δωμάτιο.
Για κάποιο λόγο το άκουσμα της φωνής του της προκάλεσε ένα ανεξέλεγκτο τρέμουλο και μια βαθιά και πρωτόγονη αίσθηση φόβου. Δεν θα απαντήσω, σκέφτηκε, δεν πρέπει να απαντήσω.
Αφού δεν πήρε απάντηση ο άντρας προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα, εκείνη ήταν καθισμένη πίσω της και τον εμπόδισε όσο μπορούσε με το βάρος του σώματος της, αλλά μάταια, εκείνος ήταν πολύ πιο δυνατός. Την έσπρωξε μαζί με πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο, το πρόσωπο του έκρυβε μια κουκούλα και μόνο τα μάτια του μπορούσε να δει.
Δαιμονικά ματιά, σκέφτηκε με τρόμο και προσπάθησε να απομακρυνθεί. Εκείνος πήγε κοντά της και έσκυψε στο ύψος της.
"Δεν μου φαίνεσαι καλά πριγκίπισσα. Τελικά η έφοδος μου σου έκανε μεγαλύτερη ζημιά απ' όσο πίστευα. Θα σε πάρω πάνω να σε φροντίσω." της είπε με λατρεία και πλησίασε να την αγγίξει. Εκείνη έκανε πίσω ενστικτωδώς για να τον αποφύγει. Τότε πλησίασε ακόμα πιο πολύ και την σήκωσε σαν πάνινη κούκλα στην αγκαλιά του και τη μετέφερε έξω από το δωμάτιο, χωρίς να γυρίσει καν να ασχοληθεί με τον άλλο κρατούμενο.
Εκείνη μόρφασε από τον πόνο αλλά δεν μίλησε καθόλου, ούτε αντέδρασε κατά τη μεταφορά της. Ανέβηκαν έναν όροφο και βρέθηκαν σε ένα μικρό σαλόνι χωρίς παράθυρα. Στη μέση υπήρχε ένας καναπές και μια πολυθρόνα και δίπλα ένα κρεβάτι νοσοκομείου και ένας ανοξείδωτος πάγκος με διαφορά ιατρικά εργαλεία. Ήταν τόσο παράταιρο με τον υπόλοιπο χώρο σαν να μεταφέρθηκε εκεί έκτακτα. Ίσως το έκανε για χάρη της, δεν μπορούσε να ξέρει.
Την εναπόθεσε πάνω στο κρεβάτι και την έβαλε να ξαπλώσει. Εκείνη δεν έφερε καμία αντίσταση και πάλι. Είχε καταλάβει ότι δεν είχε κανένα νόημα, εφόσον ούτε να περπατήσει δεν μπορούσε καλά καλά.
"Έχεις ένα μεγάλο χτύπημα στο κεφάλι, όχι πολύ επιφανειακό, πρέπει να έχεις τρομερό πονοκέφαλο"
Του έγνεψε θετικά και εκείνος γύρισε στον πάγκο και έβγαλε μερικά καθαριστικά πληγών και της καθάρισε το τραύμα στο κεφάλι. Ένιωσε τσούξιμο αλλά δεν μίλησε. Αυτός ο άντρας ξέρει τι κάνει, σκέφτηκε, ίσως είναι γιατρός.
Αφού της περιποιήθηκε το κεφάλι, κινήθηκε προς τα πλευρά της και την ενημέρωσε ότι είχε σπάσει μερικά άλλα θα γινόταν καλά. Το τελευταίο στάδιο και ίσως πιο ζόρικο ήταν το πόδι, το οποίο πλέον είχε πρηστεί και μάλλον ήταν κάταγμα. Της έβαλε ένα μικρό νάρθηκα και εκεί τελείωσε το έργο του.
"Πολύ ήσυχη είσαι όμως. Θυμάμαι την τρέλα που σε είχε πιάσει πριν και δεν μου κολλάει όλο αυτό. Ίσως το χτύπημα είναι πιο σημαντικό απ' όσο πίστευα." έβγαλε ένα φακό και της εξέτασε τα μάτια και μετά έκατσε δίπλα της και τη ρώτησε το όνομα της.
Εκείνη σήκωσε τους ώμους, εννοώντας ότι δεν θυμάται.
"Μάλιστα. Ίσως δεν είναι και τόσο κακή αυτή η τροπή των πραγμάτων. Λοιπόν θα πάω να σου φέρω κάτι να φας και να πιείς και μετά θα καλύψουμε μερικά κενά" της είπε και κατευθύνθηκε στη μία απ' τις δύο πόρτες που ήταν στο δωμάτιο.
"Έι ο άντρας κάτω; Ποιος είναι;" δεν ήξερε γιατί ρώτησε αυτό μέσα σε τόσα που ήθελε να μάθει.
Εκείνος κοντοστάθηκε με την πλάτη γυρισμένη και της είπε με ανατριχιαστική φωνή "Ξέχασε τον, δεν υπάρχει" και βγήκε από το δωμάτιο.
Η κατάσταση τεχνίτης ηρεμίας που είχε θέσει τον εαυτό της άρχισε να υποχωρεί. Η ανατριχιαστική φωνή και το μίσος που ένιωσε να κρύβεται πίσω από τα λόγια του, την έκαναν να πανικοβληθεί. Ένα συνονθύλευμα από θολές εικόνες περνούσαν σαν αναλαμπές μπροστά στα μάτια της και ο πονοκέφαλος της έφτασε σε ανυπόφορα σημεία.
Λίγο μετά ξαναγύρισε ο άντρας και της έφερε ένα δίσκο με ένα σάντουιτς και λίγο χυμό. Στην θέα τους άρχισε να γουργουρίζει η κοιλιά της. Την πήρε πάλι στην αγκαλιά του και την έβαλε να κάτσει στον καναπέ και δίπλα της σε ένα μικρό τραπέζι, ακούμπησε το φαγητό. Εκείνη πήρε το δίσκο και έφαγε με μανία. Εκείνος έμεινε να την κοίτα σαν να ήταν ένα μικρό θαύμα.
Όταν τελείωσε το φαγητό της, της έδωσε ένα χάπι και της είπε ότι είναι αναλγητικό, το πήρε χωρίς αντίσταση. Μετά γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια, ο φόβος άρχισε πάλι να χάνεται και στη θέση του εμφανίστηκε η περιέργεια.
"Λοιπόν τι κάνουμε εδώ;" τον ρώτησε με απορία.
"Έχουν γίνει πολλά και είναι πιο καλά που δεν τα θυμάσαι όλα. Εγώ είμαι κοντά σου και σε προσέχω εδώ και καιρό. Ήθελα να σε αφήσω λίγες μέρες ακόμα να ηρεμήσεις, μα δυσκόλεψες τα πράγματα με τις αντιδράσεις σου και φτάσαμε εδώ. Θέλω να ξέρεις ότι δεν θέλω να σου κάνω κακό σε καμία περίπτωση, σε αγαπώ και είμαι η οικογένεια σου" της είπε με σοβαρό ύφος και φαινόταν να πιστεύει τα όσα έλεγε και να τα εννοεί.
"Αφού είμαστε οικογένεια όπως λες γιατί κρύβεις το πρόσωπο σου;"
"Βιάζεσαι πολύ, δεν είσαι έτοιμη ακόμα να με γνωρίσεις κανονικά. Με ξέρεις και σε ξέρω καλά πλέον. Σύντομα θα με μάθεις ακόμα καλύτερα." η φωνή του πλέον δεν ήταν τόσο ανατριχιαστική, ήταν πιο απαλή, πιο ανθρώπινη.
"Πες μου για μένα, όλα είναι θολά" τον παρακάλεσε.
"Ωραία. Λοιπόν είσαι η Άρτεμις και είσαι δικηγόρος, ζεις μόνη σου χωρίς συγγενείς και είσαι η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο" την κοιτούσε με λατρεία.
"Οι γονείς μου, οι φίλοι μου; Δεν μπορεί να είμαι μόνη τελείως. "
"Όλα αυτά δεν έχουν σημασία, γιατί έχεις εμένα πλέον και θα είμαι κοντά σου σε όλα. Θα είμαι φίλος, αδερφός και σύντροφος σου και εσύ θα είσαι η πριγκίπισσα και ιέρεια μου. Θα συνεχίσουμε τις κληρονομιά μας και θα ξεκινήσουμε πάλι την κάθαρση που τόσα χρόνια στερήθηκε ο κόσμος" τα ανοιχτόχρωμα ματιά του είχαν μια λάμψη, μια τρέλα.
Κάτι δεν της κολλούσε καθόλου σε όλο αυτό, ο συνομιλητής της μια μιλούσε σαν φυσιολογικός άνθρωπος και μια σαν σχιζοφρενής δολοφόνος. Και πλέον έτεινε να πιστεύει το δεύτερο ενδεχόμενο ως πιο πιθανό.
"Βλέπω ότι με κοιτάς σαν να είμαι τρελός, αλλά πίστεψε με δεν είμαι. Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουμε ένα σκοπό στη ζωή μας αλλιώς ζούμε μάταια. Εγώ λοιπόν από μικρός ήθελα να κάνω κάτι σπουδαίο, να με θυμούνται όλοι σαν ευεργέτη και όχι σαν ένα ορφανό παιδί παρατημένο απ' όλους. Όσο ήμουν μικρός ήμουν ο περίεργος, ο παρίας κανένας δεν με πλησίαζε. Όλοι έλεγαν μείνε μακριά απ' το φρικιό και άλλα τέτοια κοινότυπα που λένε τα παιδιά. Είχα τόσο θυμό μέσα μου αλλά αυτός ο θυμός με έκανε παραγωγικό. Κλεισμένος στον εαυτό μου, χάθηκα στα βιβλία, έμαθα τα πάντα για το ανθρώπινο μυαλό και το σώμα, ήμουν αριστούχος και πήρα υποτροφία. Κατάφερα και σπούδασα όσα απλά διάβαζα στα βιβλία τόσα χρόνια, πλησίασα τα σωστά άτομα και έγινα αυτό που είμαι σήμερα." ήθελε να τα πει όλα αυτά, φαινόταν στα μάτια του.
"Όμως πάντα κάτι έλειπε, πάντα ήθελα ένα ανώτερο σκοπό, άρχισα να ψάχνω τις  ρίζες μου. Δεν ήταν εύκολο, όλα ήταν βαθιά θαμμένα, απόρρητα. Ο επιμένων νικά όμως. Κατάφερα και βρήκα το όνομα του πατέρα μου και μαζί με αυτό ανακάλυψα μια ιστορία που δεν περίμενα ποτέ ότι συνδέεται με εμένα. Η ανακάλυψη ήταν μια δόση αδρεναλίνης για εμένα, άρχισε πάλι το αίμα μου να βράζει, ένιωθα τέτοια έξαψη και τόση περηφάνεια για την κληρονομιά μου που μου έγινε εμμονή." έκανε μια δραματική παύση και έμεινε να αναλογίζεται την ιστορία του.
Εκείνη έμενε ακίνητη και άκουγε υπομονετικά την ιστορία χωρίς να αντιδρά. Ήθελε να μάθει, να καταλάβει.
"Ο πατέρας μου ήταν ένας ηγέτης, ένας εμπνευστής ενός μεγάλου ιδεώδους που δυστυχώς δεν κατάφερε να υλοποιήσει στο έπακρο. Κατάφερα και τον βρήκα, όχι έτσι όπως περίμενα ούτε εκεί που έπρεπε. Όμως μου άνοιξε τα μάτια και όταν σου πω όλη την ιστορία θα δεις και εσύ την αλήθεια. Το ξέρω ότι θα την δεις, είμαστε το ίδιο εμείς" την πλησίασε και της έπιασε το χέρι τρυφερά. Εκείνη ανακλαστικά τραβήχτηκε μακριά του και τότε την άφησε.
"Καταλαβαίνω γλυκιά μου, είσαι αποπροσανατολισμένη και κουρασμένη. Πρέπει να κοιμηθείς και να ηρεμήσεις."
"Όχι όχι μίλησε μου. Πες τα μου όλα. Θέλω να μάθω." του είπε απελπισμένα.
"Δεν χρειάζεται να βιάζεσαι, έχουμε χρόνο ακόμα μέχρι την τελετή." πήγε πάλι κοντά της και την πήρε στην αγκαλιά του και την μετέφερε πάλι στον κάτω όροφο. Το δωμάτιο που τη μετέφερε δεν έμοιαζε με μπουντρούμι, είχε μια λάμπα με λευκό φως και ένα σιδερένιο κρεβάτι στο κέντρο με ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα του. Την άφησε στο κρεβάτι και τις έφτιαξε τα μαξιλάρια στην πλάτη της. Της έβαλε κ ένα στο πόδι για να είναι πιο άνετα και έσκυψε προς στο μέρος της και δειλά της έδωσε να φιλί στο μέτωπο.
"Λοιπόν πριγκίπισσα θα σε αφήσω τώρα. Σου έχω αφήσει μερικά χάπια, για να κοιμηθείς, στο κομοδίνο καθώς και αναλγητικά. Θα έρθω να σε δω αργότερα. Δεν θέλω να φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά." της είπε και έφυγε από το δωμάτιο χωρίς όμως να κλειδώσει την πόρτα.
Παράξενο, σκέφτηκε, γιατί να αφήσει ανοιχτή την πόρτα. Με εμπιστεύεται.
Άκουσε τα βήματα του στις σκάλες και ολοένα απομακρύνονταν. Έπρεπε κάτι να κάνει, κάπως να φύγει από εκεί, αλλά δεν ήξερε πού να πάει. Δεν ήξερε ποια είναι, ήταν εγκλωβισμένη.
Τότε θυμήθηκε τον άντρα στο άλλο δωμάτιο, της είχε φανεί γνωστή η φυσιογνωμία του, ίσως εκείνος θα μπορούσε να της πει περισσότερα και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον ώστε να φύγουν από εκεί μέσα.
Μάζεψε όση δύναμη είχε και σηκώθηκε, το πόδι της την πονούσε αφόρητα όσο το πατούσε αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο, λιγοστά ήταν τα αντικείμενα στο χώρο, ούτε ένα όπλο αυτοάμυνας ή έστω κάτι για να στηριχθεί.
Πάλεψε, σέρνοντας το χτυπημένο πόδι της και κατάφερε και έφτασε στην πόρτα και την άνοιξε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Έβγαλε προσεχτικά το κεφάλι της έξω και έριξε μια ματιά. Ο διάδρομος φωτιζόταν από ένα ασθενικό φως που έδινε την αίσθηση του εγκαταλελειμμένου.    Αγκομαχώντας βγήκε στο διάδρομο και ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο. Γύρω της υπήρχαν άλλες τέσσερις πόρτες, συνολικά πέντε δωμάτια με το δικό της. Θυμόταν αμυδρά από πριν ότι το δωμάτιο που ήταν ο άντρας ήταν αυτό που έβλεπε κατευθείαν τη σκάλα, ακουμπώντας στον τοίχο σύρθηκε προς την κατεύθυνση του.
Έφτασε στην πόρτα και την άνοιξε ήταν κι αυτή ξεκλείδωτη. Μπήκε μέσα και είδε τον άντρα ακόμα ξαπλωμένο και ακίνητο το στρώμα. Πήγε κοντά του και προσπάθησε να δει αν αναπνέει. Προς ανακούφιση της ανέπνεε και είχε σταθερό παλμό.
"Κύριε, ξυπνήστε." του ψιθύρισε και τον κούνησε απ' τους ώμους. Εκείνος έμεινε ακίνητος. Τότε του έριξε ένα δυνατό χαστούκι και εκεί φάνηκε να κουνιέται επιτέλους. Άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε βαθιά στα δικά της με τρόμο και απογοήτευση.
"Άρτεμις" πάλεψε να μιλήσει μα ήταν δύσκολο. "Σε έπιασε. Φύγε, φύγε θα σε σκοτώσει"  είπε με πολύ δυσκολία και λιποθύμησε πάλι.
Οι φόβοι της ήταν αληθινοί τελικά, ήταν δολοφόνος και εκείνη ήταν αβοήθητη.

Πορφυρά ΌνειραTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang