Κεφάλαιο 11

18 4 0
                                    

Ένιωθε τον ήλιο και την αλμύρα στο δέρμα της. Είχε ξαπλώσει στην άμμο ξέπνοη με την Θάλεια δίπλα της, είχαν και οι δύο ένα βλέμμα χαράς  και ευθυμίας. Πόσα χρόνια είχαν να παίξουν σαν παιδιά και να το διασκεδάσουν τόσο. Η ζωή κυλά γρήγορα είναι σαν το νερό που φεύγει μέσα από τα χέρια σου και δεν μπορείς να τη πιάσεις. Τώρα το καταλάβαινε η Άρτεμις, τώρα που κόντευε να χάσει τα πάντα.
Το βλέμμα της Θάλειας άλλαξε λίγο, σκοτείνιασε σαν να πέρασε ένα μαύρο σύννεφο βροχής μπροστά στα μάτια της. Για μια στιγμή η Άρτεμις πίστεψε πως κάτι θέλει να της πει, μα δεν μίλησε. Το σκοτεινό αυτό σύννεφο έκρυβε πια τον ήλιο και οι δύο κοπέλες έπαψαν να γελούν η καθεμία για τον δικό της λόγο.
"Έχεις νιώσει ποτέ αυτό το περίεργο αίσθημα, σαν ένα μικρό μυρμήγκιασμα στην πλάτη, σαν δύο μάτια να σε ακολουθούν παντού;" ψιθύρισε η Θάλεια, κοιτώντας με απλανές βλέμμα την θάλασσα. Ήταν σαν υπνωτισμένη, σαν να μην μίλα σε κάποιον, σαν να ρωτά απλά τον εαυτό της.
Την τρόμαζε αυτή η πλευρά της Θάλειας, δεν την είχε ξαναδεί έτσι. Φαινόταν πιο μεγάλη, πιο κουρασμένη σαν κάτι να της ρουφούσε όλη την ενέργεια. "Σε τι αναφέρεσαι ακριβώς; Υπάρχει κάτι που θέλεις να μοιραστείς μαζί μου;". Που να ήξερε ότι όντως δύο μάτια είναι καρφωμένα πάνω τους συνεχώς. Και πως οι ζωές τους κρέμονταν σε μια κλωστή.
"Θα με περάσεις για τρελή αλλά εδώ και μέρες έχω ένα κακό προαίσθημα, σαν κάτι μεγάλο και κακό να έρχεται προς εμάς" είχε πια χλομιάσει.
Τρόμος την κατέκλυσε για άλλη μια φορά η Θάλεια είχε δίκιο, όντως κάτι ερχόταν και έπρεπε να το σταματήσει και να την προστατεύσει. Την κοίταξε για μια στιγμή και η Θάλεια ανταπέδωσε το βλέμμα και πήγε κοντά και την πήρε αγκαλιά. "Γλυκιά μου μην είσαι έτσι, όλα θα πάνε καλά. Έχεις εμένα, τον Φίλιππο και τους φίλους σου. Όλοι είμαστε μαζί σου."
"Θέλω να σου πω κάτι, θέλω να στο πω εδώ και καιρό από την μέρα που επικοινώνησα μαζί σου, αλλά δεν μπόρεσα" είχε πάρει ένα ένοχο ύφος, δεν την κοιτούσε πλέον στα μάτια. Κάτι σοβαρό είχε συμβεί.
"Τι θέλεις να μου πεις;". Δεν είχε καλό προαίσθημα για την έκβαση της συζήτησης.
Δίστασε, την κοίταξε στα μάτια και γρήγορα κατέβασε το βλέμμα της.
"Ε να πριν κάποιο διάστημα συνέβη κάτι". Παύση. Πήρε βαθιά ανάσα και πήγε να συνεχίσει την εξομολόγηση αλλά ακούστηκε ένας εκκωφαντικός ήχος σαν κάτι μεγάλο να πέφτει και ένας βράχος βρέθηκε μόλις ένα μέτρο μακριά από το σημείο που κάθονταν. Έβαλαν και οι δύο τις φωνές και άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητες προς το σπίτι. Τότε ακούστηκε άλλος ένας παρόμοιος ήχος και ένας δεύτερος βράχος κύλισε και έπεσε ακριβώς στο σημείο που κάθονταν πριν.
Λίγα λεπτά αργότερα ανέβηκαν το μονοπάτι και βρέθηκαν στην βεράντα ξέπνοες, με τον πανικό να κυριαρχεί σε όλες τους τις αντιδράσεις.
Ο Φίλιππος βρέθηκε σε λίγα δευτερόλεπτα στην βεράντα και είδε τις δύο γυναίκες σε κακό χάλι. Έμοιαζε κι εκείνος τρομαγμένος.
"Τι συνέβη; Άκουσα έναν ήχο σαν βράχια να πέφτουν."
Η Άρτεμις είχε μόλις ανακτήσει την ανάσα της και τον κοίταξε ακόμα σε κατάσταση σοκ. "Αυτό έγινε έπεσαν δύο τεράστιοι βράχοι κάτω στην παραλία στο σημείο όπου καθόμασταν. Λίγο έλειψε να γίνει το μοιραίο"
"Στο είπα ότι κάτι θα γίνει, το ήξερα, το αισθάνθηκα" η Θάλεια ήταν πλέον σε παροξυσμό. Μιλούσε υστερικά και έβαλε τελικά τα κλάματα. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά με την Θάλεια και έπρεπε να μάθει τι ήταν αυτό. Τι προσπαθούσε να της πει πριν πέσουν τα βράχια;
"Γλυκιά μου ηρέμησε. Ήταν ένα ατύχημα. Δεν έγινε κάτι. Είστε καλά και οι δύο." ο Φίλιππος φαινόταν εξίσου ταραγμένος. Ήθελε να την βοηθήσει αλλά δεν μπορούσε. Η Θάλεια ήταν σε μια ημίτρελη κατάσταση πλέον. Δεν μπορούσε να πιστέψει ποτέ ότι θα έβλεπε την Θάλεια έτσι, ήταν πάντα τόσο δυνατή, χαμογελαστή, αισιόδοξη.
  Ο Φίλιππος την σήκωσε στην αγκαλιά του και την μετέφερε μέσα στο σπίτι, κοιτώντας την με συμπόνια. "Έλα κι εσύ μέσα να ηρεμήσεις, Άρτεμις."
"Θα κάτσω λίγο εδώ στον ήλιο, αν χρειαστεί κάτι η Θάλεια πες μου"
Της έγνεψε θετικά και χάθηκαν στο εσωτερικό του σπιτιού με την Θάλεια να μονολογεί ακόμα ακατάληπτα πράγματα για κακούς οιωνούς και προαισθήματα.
Κάθισε στην καρέκλα που καθόταν πάντα με την καλύτερη θέα προς τη θάλασσα και προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό της, να ηρεμήσει. Ο ήχος κλήσης του κινητού της, την έβγαλαν από την νιρβάνα της. Ήταν πάλι απόκρυψη, το περίμενε. Αυτή τη φορά ήθελε να του μιλήσει, αυτή την φορά θα τον αντιμετώπιζε σαν ίσο.
"Είχες πει ότι δεν θα μου έκανες κακό, τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη, κάθαρμα;" σχεδόν τσίριξε στο ακουστικό.
"Άρτεμις, τι είναι αυτά που λες; Τι συμβαίνει;" ήταν η φωνή του Αλέξανδρου, την γνώρισε αμέσως, και ακουγόταν τρομαγμένος.
"Αλέξανδρε, γιατί με πήρες;" έχασε τα λόγια της, τι θα του έλεγε πως θα δικαιολογούσε το ξέσπασμα.
"Πες μου τι συμβαίνει; Σε ενοχλεί κάποιος; Μίλα μου για τον Θεό, Άρτεμις." μιλούσε πλέον γρήγορα και ταραγμένα, η ανησυχία ήταν εμφανής στην φωνή του.
"Δεν είναι κάτι. Κάποιος μου έκανε φάρσα στο κινητό. Ένα κακόγουστο αστείο ήταν απλά" Ήξερε καλά ότι δεν θα την πίστευε, αλλά δεν ήθελε να του πει κάτι παραπάνω.
"Δεν μου φάνηκε για αστείο. Ποιος θέλει να σου κάνει κακό; Μίλησε μου ξέρεις ότι μπορείς να μου πεις το οτιδήποτε."
"Γιατί με πήρες τηλέφωνο μετά τα χθεσινά; Δεν σου είπα ότι δεν θέλω να έχουμε επαφή πια; Σε παρακαλώ άσε με ήσυχη." για ένα παράξενο λόγο όμως χάρηκε που άκουσε την φωνή του, ένιωσε ασφάλεια.
"Το ξέρω αλλά δεν άντεξα ήθελα να δω πως είσαι. Η Θάλεια δεν σηκώνει το τηλέφωνο εδώ και ώρες και ήξερα ότι αν σε πάρω με το κανονικό μου νούμερο θα το κλείσεις." ακουγόταν τόσο ανήσυχος και μετανιωμένος, της ράγιζε την καρδιά.
"Η Θάλεια δεν είναι καλά, είχαμε ένα ατύχημα νωρίτερα στην παραλία και παρόλο που δεν πάθαμε κάτι, εκείνη έπαθε νευρικό κλονισμό. Ανησυχώ Αλέξανδρε. Δεν ξέρω τι της συμβαίνει."
"Από τότε που έμπλεξε με εκείνο το κάθαρμα έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Δεν βλεπόμαστε πλέον τόσο και έχει απομονωθεί εκεί στο εξοχικό. Δεν μιλάει με κανέναν και είναι σαν σκιά του εαυτού της." κατάλαβε αμέσως την ένταση στη φωνή του. Ο πάντα ήρεμος Αλέξανδρος ακουγόταν τώρα εκτός εαυτού και ακόμα κι αυτό την παραξένευε. Τα λόγια του Φιλίππου της ήρθαν στο μυαλό πως όλοι οι άνθρωποι κρύβουν βαθιά μέσα τους έναν άλλο εαυτό. Ήταν μεγάλη αλήθεια, τόσο η Θάλεια όσο και ο Αλέξανδρος είχαν αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια ακόμα κι εκείνη είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Ήταν φυσικό να της φαίνονται όλα αυτά παράταιρα.
"Κοίταξε να δεις δεν έχω καμία όρεξη να μπω ανάμεσα στην προσωπική σου βεντέτα με τον Φίλιππο. Εξαρχής κατάλαβα ότι δεν τον συμπαθείς και δεν ξέρω καν τον λόγο. Εμένα μου φαίνεται καλός τύπος και νοιάζεται τη Θάλεια και αυτό μου αρκεί."
"Αργά ή γρήγορα θα δεις το πραγματικό του πρόσωπο και δεν είναι απλά μια αμοιβαία αντιπάθεια είναι σχεδόν μίσος. Και να ξέρεις εκείνος το εξέφρασε πρώτος. Μην τον αφήσεις να σε παραμυθιάζει όπως έκανε με την Θάλεια, έχει ταλέντο με τις λέξεις." μιλούσε τόσο παθιασμένα και με τόση ένταση που λίγο έλειψε  να τον πιστέψει όντως, αλλά όχι θα ήταν αντικειμενική, έλεγε και ξανάλεγε μέσα της.
"Δεν θέλω να το συζητήσω άλλο. Σε ευχαριστώ για τις συμβουλές σου. Μην ξαναπάρεις σε παρακαλώ το κάνεις πιο δύσκολο." και του το έκλεισε προτού προλάβει να της πει κάτι.
Έμεινε να κοίτα τη συσκευή με ένα βλέμμα παραίτησης. Μα τι έχουν πάθει όλοι, σκέφτηκε, πρώτα ο Φίλιππος να κατηγορεί έμμεσα τον Αλέξανδρο για διπροσωπία, μετά η Θάλεια σε κατάσταση υστερίας με ένα μυστικό που δεν της λέει, και τέλος ο Αλέξανδρος να υπονομεύει με την σειρά του τον Φίλιππο.
Έπρεπε να μάθει την αλήθεια, έπρεπε να μιλήσει με τη Θάλεια και μάλιστα ιδιαιτέρως. Οι σκέψεις της την απορρόφησαν τόσο που δεν κατάλαβε καν τον Φίλιππο να βγαίνει από το σπίτι και να στέκεται πίσω της.
"Η Θάλεια είναι λίγο καλύτερα, της έδωσα ένα ελαφρύ ηρεμιστικό και την πήρε ο ύπνος."
Αναπήδησε με το άκουσμα της φωνής του και γύρισε και τον αντίκρισε. Φαινόταν κουρασμένος και ανήσυχος, την κοιτούσε με ένα βλέμμα που της θύμισε την Θάλεια. Σαν αν ήταν εύθραυστη, σαν να φοβόταν μην γίνει κομμάτια ανά πάσα στιγμή.
"Τι της συμβαίνει; Δεν είναι όπως παλιά, είναι ένας άλλος άνθρωπος" δάκρυα λύπης κύλισαν από τα μάτια της και ο Φίλιππος την πλησίασε και έκατσε δίπλα της.
"Είναι όντως διαφορετική εδώ και λίγο καιρό. Νιώθω πως κάτι κρύβει και είναι συνεχώς σε ένταση. Δεν μου μιλάει όμως, προσπάθησα να την πείσω να με εμπιστευτεί και εκείνη συνεχώς έλεγε ότι δεν είμαι ο ψυχίατρος της και ότι δεν είναι τρελή." έβγαλε τα γυαλιά και έτριψε τα μάτια του, ήταν εξουθενωτική η μέρα για όλους.
"Πριν στην παραλία κάτι ήθελε να μου πει, μου είπε ότι ήθελε να το μοιραστεί μαζί μου από την πρώτη στιγμή, μα δεν τολμούσε. Μπορείς να φανταστείς τι είναι αυτό;"
"Χμ δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Δεν μου έχει μιλήσει για κάτι τέτοιο. Λίγο καιρό πριν αποφασίσει να κάνει το πάρτι μιλούσε για σένα συνεχώς, μέχρι που της πρότεινα να κάνει μια προσπάθεια επανασύνδεσης. Εκείνη φοβόταν και τελικά της ήρθε η ιδέα του πάρτι και βρέθηκε και η επίσημη δικαιολογία για να έρθει κοντά σου ξανά"
Η Άρτεμις συνοφρυώθηκε, τι να της έκρυβε η Θάλεια, από την έκφραση της φαινόταν να είναι κάτι κακό και σοβαρό. Μήπως είχε να κάνει με τον δαίμονα; Μήπως την είχε απειλήσει κι εκείνη; Έπρεπε να της μιλήσει πάση θυσία.
"Ποτέ μπορώ να την δω;"
"Θα έλεγα όχι σήμερα, πρέπει να ηρεμήσει λίγο και ίσως μια σοβαρή συζήτηση την ταράξει. Δεν συμφωνείς;"
Ναι είχε δίκιο, το ήξερε βαθιά μέσα της, θα την άφηνε στην ησυχία της μέχρι να συνέλθει τελείως. "Ναι έχεις δίκιο" Γύρισε και κοίταξε πάλι τη θάλασσα το μόνο γαλήνιο σημείο στην μέρα.
"Είναι ακόμα πολύ νωρίς και η Θάλεια θα κοιμάται για ώρες. Θα ήθελες να φάμε κάτι και μετά να αρχίσουμε την πρώτη επίσημη συνεδρία μας;"
"Μέσα σε όλα αυτά είχα ξεχάσει την ψυχανάλυση. Συμφωνώ απλά θέλω να μοιραστώ κάτι μαζί σου πριν γίνει. Η αλήθεια είναι ότι με φοβίζει το να ανοιχτώ τόσο σε κάποιον ακόμα κι αν είναι για ιατρικούς σκοπούς." κοίταζε ακόμα την θάλασσα καθώς του μιλούσε, την κατέκλυσε μια αμηχανία.
"Είναι πολύ φυσιολογικό αυτό που περιγράφεις. Πολλοί ασθενείς νιώθουν ότι ο γιατρός παραβιάζει το άδυτο της ιδιωτικότητας τους. Αυτό που θέλω από εσένα είναι να με εμπιστεύεσαι και να μου πεις ότι θέλεις εσύ να μου πεις. Δεν κρίνω, δεν επικροτώ ή απορρίπτω, είμαι αν θες ένα άτομο χωρίς πρόσωπο. Ένα άτομο που απλά σου δίνει συμβουλές και όχι σου επιβάλει απόψεις" εκείνος την κοιτούσε δεν έπαιρνε το βλέμμα του από πάνω της όσο μιλούσε και αυτό την ανάγκασε να τον κοιτάει κι εκείνη. Είχε ένα καθαρό βλέμμα, ήταν όντως καλός με τις λέξεις. Αμέσως χαλάρωσε λίγο.
Πήγαν στο εσωτερικό του σπιτιού και ετοίμασαν κάτι πρόχειρο για φαγητό. Παράλληλα, έλεγαν αστεία και γελούσαν και μια οικειότητα  υπήρχε στον αέρα σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Έφαγαν μαζί και σχολίασαν λίγο τον καιρό, το σπίτι, την επικαιρότητα. Όλα φυσιολογικά σαν δύο παλιοί φίλοι.
Η Θάλεια στον πάνω όροφο ξύπνησε από τον βαθύ της ύπνο και ένιωσε να την απορροφά η απελπισία, δίπλα της στο κρεβάτι ήταν ένα σημείωμα με πορφυρά γράμματα, βαμμένα με αίμα. ΜΗΝ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΣΟΥ ΚΟΨΩ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ. Κατάπιε ένα ουρλιαχτό και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι, έκρυψε το σημείωμα βαθιά στο συρτάρι της και πήρε ένα ακόμα ηρεμιστικό. Μόνο ο ύπνος ήταν σύμμαχος της πια. Όλα τα άλλα είχαν γίνει κομμάτια.

Πορφυρά ΌνειραWhere stories live. Discover now