Το μόνο που άκουγε ήταν σειρήνες ασθενοφόρου και έτσι βγήκε από την άβυσσο που είχε απομονωθεί. Η εικόνα της Θάλειας μέσα σε μια λίμνη αίματος ήταν χαραγμένη στο μυαλό της, ήταν η απόλυτη αναβίωση των ονείρων που έβλεπε τόσο καιρό.
Στα χέρια της υπήρχε ακόμα αίμα, το αίμα της φίλης της, που είχε ποτίσει πλέον το ξύλινο πάτωμα δίπλα στην σκάλα. Ο Φίλιππος ήταν συντετριμενος, είχε τα χέρια του πάνω στο μέτωπο της Θάλειας και ψιθύρισε κάτι σαν προσευχή.
Δεν θα ξεχάσει ποτέ την στιγμή που άκουσαν την κραυγή και έτρεξαν μέσα στο σπίτι. Την στιγμή που είδαν το ακίνητο κορμί της Θάλειας στο πάτωμα. Έτρεξαν με μιας και οι δύο προς το μέρος της και ο Φίλιππος της πήρε το σφυγμό. Ήταν ευτυχώς ζωντανή μα είχε χάσει πάρα πολύ αίμα και είχε αδύναμο σφυγμό.
Αμέσως κάλεσαν ασθενοφόρο και μετα περίμεναν δεν ήθελαν να την μετακινήσουν μην κάνουν χειρότερη ζημιά. Απλά περίμεναν, για ώρες της φάνηκε πως περίμεναν, μα ήταν μόλις κάποια λεπτά.
Η Αρτεμις δεν είχε αλλα δάκρυα, είχε κλάψει για τον Άλκη και μετά για τη Θάλεια. Ένιωθε πως ένας ένας όσοι ήταν δίπλα της χάνονταν. Ένιωθε πως όλα αυτά συνέβαιναν εξαιτίας της.
Η πόρτα άνοιξε και δύο τραυματιοφορεις μπήκαν στο σπίτι και πήραν τη Θάλεια. Ο Φίλιππος πήγε μαζί της και έδωσε στην Αρτέμη τα κλειδιά του αυτοκινήτου του για να ακολουθήσει το ασθενοφόρο.
Δεν ήταν βέβαιη αν μπορούσε να οδηγήσει, μα δεν έφερε αντίρρηση. Του είπε πως θα μάζευε κάποια ρούχα για τη Θάλεια και θα ερχόταν μετά.
Όταν σταμάτησαν οι σειρήνες και έμεινε μόνη κατέρρευσε πάλι. Έπεσε στα γόνατα και έκλαψε, έκλαψε όσο δεν είχε κλάψει ποτέ. Λίγο μετά συνήλθε και ανέβηκε στον πάνω όροφο.
Στο τρίτο σκαλοπάτι είδε την αιτία της πτώσης της φίλης της. Ένα κολλωδες υλικό σαν λάδι ήταν πασαλλημενο σε όλο το μήκος του σκαλιου. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της, είχε την εντύπωση ότι ήταν ένα απλό ατύχημα, μα οχι εκείνος κρυβόταν από πίσω για άλλη μια φορά.
"ΚΑΘΑΡΜΑΑΑΑΑ." ούρλιαξε με όλη της την δύναμη και ανέβηκε γρήγορα πάνω, κατευθύνθηκε προς το υπνοδωμάτιο της Θάλειας. Άνοιξε μερικά συρτάρια και έβγαλε κάποια ρούχα. Βρήκε κι ένα μικρό σάκο και τα έβαλε μέσα.
Έψαξε το χώρο για το κινητό της Θάλειας μα δεν ήταν πουθενά. Τότε κοίταξε στο συρτάρι του κομοδινου και ψάχνοντας μέσα βρήκε το σημείωμα, που είχε βρει νωρίτερα η Θάλεια.
Το σοκ της ήταν μεγάλο, δεν την κρατούσαν τα πόδια της. Το χαρτί της έπεσε από τα χέρια μαζί με το κινητό που είχε βρει στο συρτάρι. Η Θάλεια ήταν κι αυτή θύμα απειλητικών μηνυμάτων, δεν ήταν η μόνη. Γι αυτό και είχε τέτοια ξεσπάσματα, αυτό προφανώς ήθελε να της πει στην παραλία. Και μάλλον το πλήρωσε πολύ ακριβά.
Μάζεψε τα πράγματα γρήγορα, πήρε την τσάντα της και έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε χωρίς να κοιτάξει πίσω.
Μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο και ακούμπησε τα χέρια της στο τιμόνι, παρατήρησε ότι ήταν γεμάτα αίμα ακόμα. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει μέσα στον πανικό της. Άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου για να βρει κάποιο μαντιλάκι ή κάτι τέτοιο.
Ψαχουλεύοντας, βρήκε μια θήκη όπλου.
"Χριστέ μου, τι δουλειά έχει αυτό εδώ; Τι το θέλει ο Φίλιππος το όπλο;" της φάνηκε πολύ ύποπτο.
Μια περίεργη ιδέα της μπήκε στο μυαλό. Μήπως ο Φίλιππος είχε να κάνει με όλα αυτά; Δεν τον ήξεραν, εμφανίστηκε από το πουθενά και ήταν περίεργος γενικά, σκέφτηκε. Οχι, όχι δεν μπορεί, της φάνηκε απίθανο, τόσο καιρό ήταν με τη Θάλεια, θα είχε καταλάβει κάτι. Ίσως το όπλο ήταν για αυτοάμυνα, μένουν στην ερημιά άλλωστε, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό της.
Το έβαλε πάλι στο ντουλάπι, βρήκε ένα μαντιλάκι και καθάρισε τα χέρια της και ξεκίνησε για το νοσοκομείο. Πριν πάρουν τη Θάλεια της είχε πει ο Φίλιππος σε ποιο νοσοκομείο θα είναι, οπότε σε μόλις είκοσι λεπτά ήταν εκεί.
Μπήκε μέσα σαν τρελή και ρώτησε που ήταν η Θάλεια, τόσο ταραγμενα που με κόπο πρέπει να έβγαλε νόημα η κοπέλα στη γραμματεία. Λίγο μετά βρέθηκε έξω από τα επείγοντα και συνάντησε τον Φίλιππο. Ήταν κατωχρος και ιδρωμένος, και τα δικά του χερια είχαν ακόμα αίμα, μα δεν φάνηκε να τον απασχολεί. Τον κοίταξε για λίγο και της βγήκε τελείως από το μυαλό η ιδέα ότι εκείνος ήταν υπεύθυνος.
Κανένας δεν μπορεί να προσποιείται τόσο καλά, σκέφτηκε, την νοιάζεται τη Θάλεια δεν θα της έκανε κακό.
Πήγε δίπλα του και τον άγγιξε στον ώμο.
"Φιλιππε, πως είναι;" του είπε με απαλή φωνή.
"Είναι σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Χτύπησε άσχημα στο κεφάλι και έχει αρκετά σπασμένα μέλη. Είναι στο χειρουργείο". Φαινόταν απελπισμένος, τα μάτια του ήταν κόκκινα από το κλάμα και έδειχνε έτοιμος να πέσει κάτω.
"Έλα να κάτσουμε, θέλεις να πάω να σου φέρω κάτι; Ένα καφέ, νερό;" τον έβαλε να κάτσει σε ένα παγκάκι κι έκατσε δίπλα του.
"Όχι δεν κατεβαίνει τίποτα. Αν πάθει κάτι η Θάλεια δεν θα συγχώρεσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν ήμουν δίπλα της όλη την ώρα" κοιτούσε τα χέρια του σαν να κατάλαβε μόλις ότι ήταν καλυμμένα με αίμα.
"Όλα θα πάνε καλά. Δεν πας να πλύνεις τα χέρια σου και να μας φέρω ένα καφεδάκι, θα είναι μεγάλη η βραδιά". Της εγνεψε θετικά και πήγε προς την τουαλέτα κι εκείνη σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το κυλικείο.
Είχε πλέον πέσει ο ήλιος, είχαν περάσει αρκετές ώρες και η μέρα της είχε τόσες μεταπτώσεις. Αρχικά το πρωινό της ήταν ξεγνοιαστο παρέα με τη Θάλεια και μετά όλα πήραν την κάτω βόλτα. Το πολύ γέλιο φέρνει όντως κλάμα, σκέφτηκε τα λόγια της γιαγιάς της και ποσο δίκιο είχε. Ζήτησε δύο καφέδες από το κυλικείο και άθελά της θυμιθηκε τον νεαρό από το καφέ της γειτονιάς.
Από όπου περνούσε, άφηνε πίσω της πτώματα. Ο Άλκης, τι να είχε απογίνει ο Άλκης. Πήρε πάλι το κινητό της και τον κάλεσε. Χτύπησε πάλι αρκετές φορές και της έβγαλε τον τηλεφωνητή. Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο πεποισμενη ήταν ότι κι εκείνος ήταν ένα από τα θύματα του μανιακού.
Μπήκε στο ίντερνετ από το κινητό της να δει τα νέα, αν είχε δηλωθεί κάποια εξαφάνιση ή κάποια δολοφονία, μόνο και μόνο στη σκέψη ανατρίχιασε. Όμως, τίποτα, δεν υπήρχε κάτι ύποπτο. Τότε σκέφτηκε να καλέσει στην κλινική και να τον ζητήσει εκεί, μήπως είχαν κάποια νέα του.
Κάλεσε το νούμερο και μόλις το σήκωσε η γραμματέας ζήτησε να μιλήσει με τον Άλκη. Η γραμματέας την ενημέρωσε ότι είχε βγει σε άδεια εδώ και λίγες μέρες και δεν ήξερε ποτέ θα επέστρεφε, και της έδωσε ένα σταθερό να τον καλέσει εκεί. Την ευχαρίστησε και κοίταξε το νούμερο.
Δεν ήξερε το σταθερό του, δεν ήξερε καν που μένει, μόλις το συνειδητοποίησε. Έμεινε λίγα λεπτά εκεί να συλλογιζεται. Και μετά πήρε τηλέφωνο στο σταθερό. Χτύπησε για λίγο και κάποιος το σήκωσε.
"Αλκη; Για το θεο που είσαι; Σε ψάχνω όλη μέρα, μου είπαν ότι έλειπες από το νοσοκομείο και ανησύχησα. Τι έγινε;" είπε με μια ανάσα.
"Ναι γειά σας, ποια είστε;" ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, η Άρτεμις έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ποια ήταν; Γιατί μια άγνωστη απαντούσε στο σταθερό του Αλκη;
"Συγγνώμη, είμαι η Άρτεμις μιααα, εεε, φίλη του Άλκη, τον ψάχνω όλη μέρα και ανησύχησα. Μπορειτε να μου τον δώσετε;"
"Γλυκιά μου ο Άλκης δεν έχει εμφανιστεί εδώ και ένα χρόνο, είμαι η μητέρα του, και δεν έχει επικοινωνήσει μαζί μου για πολύ καιρό. Πως βρήκες αυτό το νούμερο;" την ρώτησε με απορία και μια θλίψη υπήρξε στη φωνη της.
"Οο συγγνώμη για την αναστάτωση αλλά μου έδωσαν το τηλέφωνο σας στο νοσοκομείο και μου είπαν ότι θα τον βρω εκεί.", συνειδητοποίησε ότι τελικά υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν ήξερε για τον Αλκη και ανατρίχιασε, πλέον υποπτευοταν τους πάντες.
"Δεν υπάρχει πρόβλημα, θα προσπαθήσω να τον βρω εγώ. Ίσως ξεχάστηκε πουθενά, συνέχεια χωμένος μέσα στα βιβλία ήταν. Αν μάθω κάτι θα σε πάρω σε αυτό το νούμερο κορίτσι μου. Καλή συνέχεια" έμοιαζε να μην την νοιάζει ιδιαίτερα, σαν να μιλούσε για ένα χαμένο σκύλο και όχι για τον γιο της.
"Σας ευχαριστώ" είπε και άκουσε την γραμμή να κλείνει πριν καν προλάβει να τελείωσει τη φράση της. Φαινόταν να τα έχει χαμένα η μητέρα του Αλκη, σαν να είχε κάποιου είδους άνοια ή κάτι τέτοιο, σκέφτηκε.
Πήρε τους καφέδες και γύρισε πίσω στον Φίλιππο, ο οποίος ήταν καθισμένος στο σημείο που καθόταν και πριν. Του έβαλε τον καφέ στο χέρι και ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι της αναμονής.
Πέρασαν ώρες, μέχρι που ένας γιατρός βγήκε από τα επείγοντα και πήγε κοντά τους.
"Είστε συγγενείς της Θάλειας Γρηγορίου;"
Σηκώθηκαν και πήγαν κοντά του. "Πώς είναι γιατρέ;" ρώτησε ο Φίλιππος κρατώντας την ανάσα του.
"Η επέμβαση πήγε καλά αλλά είναι ακόμα σε κωματωδη κατάσταση. Η εγκεφαλική ζημιά δεν ξέρουμε πόσο μεγάλη είναι μέχρι να συνέλθει. Την βάλαμε σε δωμάτιο μπορείτε να την δείτε σε δέκα λεπτά, αλλά για λίγο. Δεν επιτρέπεται να είστε στο χωρο για παραπάνω από δέκα λεπτά." τους είπε με ψυχρό ύφος και έφυγε.
Οι λέξεις κώμα και εγκεφαλική ζημιά ηχησαν σαν καμπάνες στο μυαλό της. Θα ήταν άραγε ποτέ όπως πριν; Θα επανερχόταν μετά απ όλο αυτό; Το ευχόταν με όλη της την καρδιά. Ο Φίλιππος δεν μίλησε, κοιτούσε το πάτωμα και φαινόταν χαμένος στις δικές του σκέψεις.
Μια νοσοκόμα βγήκε και τους είπε να την ακολουθησουν, τους οδήγησε έξω από ένα δωμάτιο και έφυγε.
Μόλις άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μεσα συνάντησαν ένα τόσο θλιβερό θέαμα. Η, πάντα ζωντανή και χαρούμενη, Θάλεια ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου με γύψο στο ένα της πόδι και επιδέσμους παντού. Ήταν χλωμή και ταλαιπωρημένη, ακίνητη σαν νεκρή και συνδεδεμένη με κάθε λογής σωληνάκια και όρους. Ακόμα και η αναπνοή της ήταν υποβοηθούμενη.
Της ραγιζε την καρδιά το θέαμα, δεν μπορούσε καν να το πιστέψει. Το μίσος ανέβηκε σαν χολή από το στομάχι της και θόλωσε σχεδόν την όραση της. Θα πάρω εκδίκηση για όλα αυτά Θάλεια, στο υπόσχομαι, δεν θα βγει ζωντανός από όλο αυτό, έδωσε μια υπόσχεση μέσα της και έσφιξε τόσο πολύ τις γροθιές της που έκανε χαλακιες από τα νύχια της στο εσωτερικό της παλάμης.
Ο Φίλιππος πήγε κοντά στην Θάλεια και έμεινε να την κοιτάζει καταρακωμενος. Δάκρυα έτρεχαν πάλι από τα μάτια του, και ο βουβός του θρήνος, την έκανε να ξεχάσει την εκδίκηση και να πάει κι εκείνη στο πλευρό της φίλης της.
"Πώς μέσα σε μια στιγμή μπορεί να αλλάξει ολόκληρη η ζωή σου; Η Θάλεια εδώ και καιρό ήταν ένα φάντασμα του εαυτού της, δεν ήταν η ίδια γυναίκα που γνώρισα πριν ένα χρόνο και ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά. Και τώρα έφτασε τόσο κοντά στο θάνατο, σχεδόν την άγγιξε και είναι σαν μια πορσελανινη κούκλα, χωρίς ψυχή, χωρίς ζωντάνια." μονολογουσε εκείνος χωρίς να απευθύνεται καπου, χωρίς να περιμένει απάντηση.
Και δεν του απάντησε, χάθηκε κι εκείνη στις δικές της σκέψεις, στον δικό της βουβο θρήνο. Θρηνουσε για την Θάλεια, Θρηνουσε για την μητέρα της και τέλος για την ίδια. Πόσο δραματική τροπή είχαν πάρει όλα; Ένα συνεχόμενο κινηγητο που πλέον είχε και θύματα, ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου. Ποιος θα ήταν ο τελευταιος επιζών; Η απάντηση δεν θα αργούσε να έρθει και κάνεις δεν ήξερε αν θα ήταν η απάντηση που ήθελε να πάρει.
Το σκοτάδι έπεσε και κάλυψε τα πάντα αλλά πολλές φορές το σκοτάδι μέσα στις ψυχές των ανθρώπων είναι πιο πυκνό και θανατηφόρο από αυτο της νύχτας. Το σκοτάδι στην ψυχή μιας μητέρας που φοβάται για την κόρη της, το σκοτάδι στην ψυχή ενός διεστραμμένου δολοφόνου που σχεδιάζει βήμα προς βήμα το επόμενο χτύπημα του και τέλος το πιο πυκνό σκοτάδι στο μυαλό μιας κοπέλας που δεν ξέρει ποιον να εμπιστευτει, ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός. Όλα αυτά τριβελιζαν στην μυαλό της και ο ύπνος ήρθε και την βρήκε και ήταν μια λύτρωση για εκείνη ή μήπως όχι;
ESTÁS LEYENDO
Πορφυρά Όνειρα
Misterio / SuspensoΠώς μπορείς να ξεφύγεις από έναν εφιάλτη; Ειδικά όταν σε ακολουθεί ακόμα και όταν πια δεν κοιμάσαι. Πώς μπορείς να ξεχωρίζεις την αλήθεια από ένα όνειρο, τόσο ζωντανό μα και τόσο σκοτεινό; Η Άρτεμις βρίσκεται παγιδευμένη μέσα σε έναν αέναο κύκλο αιμ...