Αναδρομή 1

29 8 0
                                    

Την είχε ρουφήξει το σκοτάδι. Είχε γίνει ένα με αυτό. Δεν ήξερε ποτέ είναι μέρα και πότε νύχτα. Πόσος καιρός είχε περάσει. Το μόνο που άκουγε ήταν ο ρυθμικός ήχος του νερού να πέφτει, σαν να βρισκόταν κάτω από ένα υδάτινο ρεύμα. Θαμμένη ζωντανή σε ένα υγρό, κρύο μπουντρούμι με ένα ψυχοπαθή να την τριγυρίζει και ανά διαστήματα να ακούει κραυγές γυναικών από μακριά.
Πλέον είχε γίνει μέρος της τελετουργίας, τον άκουγε να έρχεται και εκείνη έκανε πως κοιμόταν. Για πόσο θα τον επέτρεπε όμως αυτό από το να κάνει πράξη τους αρρωστημένους του πόθους.
Το έβλεπε στα δαιμονικά μάτια του, ο τρόπος που την κοίταζε είχε κάτι το διεστραμμένο. Μια αρρωστημένη λατρεία, ένα εμετικό πόθο. Δεν ήθελε να σκέφτεται τι μπορεί να της κάνει παρακάτω. Ευχόταν να την βρει κάποιος πριν γίνει κάτι το ανεπανόρθωτο.
Τους συλλογισμούς της διέκοψε για άλλη μια φορά ένα ουρλιαχτό και αυτή τη φορά ακούστηκε πολύ κοντά. Ταράχτηκε είχε συνηθίσει πλέον να τα ακούει από μακριά. Στην αρχή της πάγωνε το αίμα, με τον καιρό όμως το είχε πάρει απόφαση και έλεγε μέσα της ότι ήταν τυχερή που δεν ήταν το δικό της ουρλιαχτό. Μετά όμως ένιωθε τύψεις για τις κοπέλες που υπερφεραν.
Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Ήταν έξω απ την πόρτα της σχεδόν. Τότε με ένα δυνατό σπρώξιμο μπήκε εκείνος και στα χέρια του κρατούσε μια κοπέλα, ταλαιπωρημένη. Μώλωπες κάλυπταν το πρησμένο πρόσωπο της καθώς και όλο της το σώμα. Φορούσε ένα φόρεμα που κρεμόταν σαν κουρέλι πάνω στο αποστεωμένο σώμα της. Απορούσε πώς μια τόσο εξασθενημένη ύπαρξη μπορούσε να βγάζει τέτοιες κραυγές.
"Βοήθεια. Βοήθησε με σε παρακαλώ" φώναξε κοιτώντας την στα μάτια.
Πώς να την βοηθήσω εγώ, ενώ χρειάζομαι και η ίδια βοήθεια, σκέφτηκε με τρόμο, είχε μείνει να την κοιτάζει σαν να βλέπει ταινία τρόμου να εκτυλίσσεται μπροστά της.
"Βούλωσε το, μην της μιλάς. Δεν έχεις δικαίωμα να της απευθύνεσαι, είσαι ένα βδέλυγμα. Εκείνη είναι αγνή, τέλεια" της είπε με βλοσυρό ύφος και της έδωσε μια μπουνιά στο πρόσωπο και η κοπέλα έπεσε στα γόνατα και ένα ρυάκι αίματος έτρεξε απ'την μύτη της." Εκεί σου αξίζει να είσαι, στο πάτωμα." της έριξε μια κότσια στην κοιλιά και την έφτυσε.
Τότε γύρισε προς το μέρος της αγαπημένης του. "Συγχώρεσε με πριγκίπισσα που έφερα αυτό το σκουλήκι εδώ μέσα αλλά δεν είχα άλλη επιλογή, ούρλιαζε τόσο δυνατά που ίσως την άκουγε κανένας. Παρότι είναι ερημιά εδώ πέρα." την κοιτούσε με μια λατρεία που της πάγωνε το αίμα.
"Δεν πρέπει να της μιλάς. Μόνο ψέματα ξέρει να λέει, τα άξιζε όλα όσα έπαθε και θα αξίζει ακόμα πιο πολύ τα όσα θα ακολουθήσουν. Και αυτή τη φορά θα είσαι και εσύ παρούσα να δεις τι παθαίνουν οι γυναίκες χωρίς ηθική" σηκώθηκε από δίπλα της και έφυγε με βαριά βήματα, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του.
Όταν σιγουρεύτηκε ότι είχε φύγει, έτρεξε δίπλα στην κοπέλα."είσαι καλά;" την ρώτησε αλλά εκείνη δεν αποκρίθηκε, είχε λυποθυμήσει από το χτύπημα. Πανικός την κατέκλυσε. Κάνε θεέ μου να μην πεθάνει, προσευχήθηκε νοερά. Την κούνησε μια, δύο φορές και τότε άρχισε να αποκτά τις αισθήσεις της.
"Έφυγε το τέρας; Χριστέ μου πονάω ολόκληρη. Δεν αντέχω άλλο." είπε με και ένας λυγμός βγήκε από το στόμα της.
"Ναι έφυγε. Άκουγα τις κραυγές σου εδώ και μέρες και δεν ήξερα τι να κάνω. Φοβόμουν πως θα είμαι η επόμενη. Τι σου συνέβη;" πόσο την λυπόταν, έδειχνε να υποφέρει.
" Συνεχώς έλεγε για εσένα με λόγια λατρείας. Είναι ψυχοπαθής. Με παγίδευσε και με κρατούσε και εμένα εδώ πριν φέρει εσένα. Στην αρχή ήταν φιλικός σχεδόν στοργικός όπως είναι με εσένα τώρα. Λίγες μέρες μετά ήρθε και με πήρε με την βία πάνω.." η φωνή της έσπασε και ξέσπασε σε κλάματα.
" Τι έγινε πάνω; Μίλα μου. Σε παρακαλώ." Ήταν η επόμενη το ήξερε. Έπρεπε να ξέρει τι την περιμένει.
"Δεν θέλω να θυμάμαι. Καλύτερα να με σκότωνε. Ο θάνατος θα ήταν λύτρωση. Δεν ξέρω τι θα κάνεις αλλά προσπάθησε να ξεφύγεις. Έξω είναι ερημιά, αλλά αν το σκάσεις με κάποιο τρόπο μπορείς να βγεις στο κεντρικό και να σωθείς. Εγώ πλέον είναι καμμένο χαρτί, θα με σκοτώσει αργά ή γρήγορα. Εσύ έχεις χρόνο ακόμα, δείχνει να σε νοιάζεται πιο πολύ από κάθε τι, με ένα αρρωστημένο τρόπο. Εκμεταλλεύσου το" την ώρα που ξεστόμισε αυτές τις λέξεις ακούστηκε πάλι το βαρύ βήμα του δαίμονα, μπήκε μέσα και άρχισε να φωνάζει.
" Άθλια πόρνη σου είπα να μην μιλάς. Δεν πρέπει να της απευθύνεσαι." την έπιασε απ τα μαλλιά και την έσυρε έξω. Πάλι ουρλιαχτά και παρακάλια ακούγονταν και όσο πήγαινε και απομακρύνονταν.
Ο δαίμονας είχε κάνει όμως ένα λάθος είχε ξεχάσει την πόρτα του κελιού ανοιχτή. Δεν είχε χρόνο ήταν η ευκαιρία της.

Πορφυρά ΌνειραWhere stories live. Discover now