Κεφάλαιο 17

15 2 0
                                    

Η διαδρομή από την κλινική μέχρι το σπίτι, της φάνηκε ατελείωτη. Ένας Γολγοθάς που την έφερνε όλο και πιο κοντά στην προσωπική της σταύρωση. Οι εξελίξεις ήταν τόσο ραγδαίες τον τελευταίο καιρό που δεν είχε χρόνο να επεξεργαστεί τίποτα. Συνέβαιναν τόσες αλλαγές και εκείνη ένιωθε ότι απλά ήταν ένας θεατής, παρακολουθούσε ανήμπορη τη ζωή της να γκρεμίζεται και δεν μπορούσε να αντιδράσει, ήταν σε μια μόνιμη νεκρική ακαμψία.
Ο Φίλιππος, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, της έριχνε κλέφτες, ανήσυχες ματιές, αλλά δεν τολμούσε να της ανοίξει κουβέντα. Ήξερε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να συζητηθεί κάτι. Πόσο ευγνώμων του ήταν αυτού του ανθρώπου, ήταν εκεί χωρίς να έχει καμία υποχρέωση και ενώ θα έπρεπε να είναι βυθισμένος στο δικό του πένθος, εκείνος ήταν το στήριγμα για μια ουσιαστικά άγνωστη γυναίκα.
Βαθιά μέσα της η Άρτεμις ήξερε, ο Φίλιππος την πρόσεχε για χάρη της Θάλειας. Την αγαπούσε τόσο τη Θάλεια του και αγαπούσε και όλους τους δικούς της σαν να ήταν δικοί του άνθρωποι. Πόσο τυχερή είναι η φίλη μου που τον έχει, σκέφτηκε και τότε το μυαλό της έτρεξε στον Άλκη. Ήταν μπερδεμένη, τον είχε απομακρύνει και εν μέρει πονούσε γι αυτό.
Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί την προσωπική της ζωή τώρα, είχε πάρα πολλά στο κεφάλι της ήδη και δεν ήταν εφικτό να προσθέσει επιπλέον διλήμματα και έννοιες.
Κόντευαν πλέον να φτάσουν στο σπίτι. Ο ήλιος είχε πλέον χαθεί και ο ουρανός είχε μια ρόδινη απόχρωση, που μπλεκόταν με τα σκούρα μπλε σύννεφα και έφτιαχναν μια εικόνα βγαλμένη από πίνακα ζωγραφικής. Η Άρτεμις πλησιάζοντας στο σπίτι έμεινε να κοίτα τον ορίζοντα και τα χρώματα που έπαιρνε, μα ούτε καν αυτό το υπέροχο θέαμα δεν μπορούσε να την βγάλει από τη προσωπική της άβυσσο.
Ένιωσε ένα χέρι να την αγγίζει στον ώμο και πετάχτηκε, τόσο πολύ είχε αποκοπεί από το περιβάλλον. Ήταν φυσικά το χέρι του Φιλίππου και το ανήσυχο βλέμμα του που την σάρωνε από πάνω μέχρι κάτω.
"Συγγνώμη αν σε τρόμαξα, νόμιζα για μια στιγμή ότι είχες αποκοιμηθεί, έτσι ακίνητη που ήσουν" της είπε με βαθιά και εμφανώς κουρασμένη φωνή.
"Όχι" είπε και καθάρισε τον λαιμό της, μετά από τόση ώρα που δεν μιλούσε είχε βραχνιάσει ελαφρώς. "Σκεφτόμουν και παρασύρθηκα από το τοπίο".
"Έλα να πάμε μέσα, δεν γίνεται να κάτσουμε όλη μέρα στο αυτοκίνητο" την πλησίασε και της απασφάλισε την ζώνη και μετά άνοιξε την πόρτα του οδηγού, βγήκε έξω και πήγε και της άνοιξε τη δική της πόρτα.
"Μπορώ και μόνη μου ρε συ Φίλιππε, δεν είμαι άρρωστη, ούτε ανάπηρη" του είπε νευριασμένα και βγήκε έξω από το αυτοκίνητο, αφήνοντας τον να την κοιτάζει απορημένος.
Μπήκε μέσα στο σπίτι με τα νεύρα της τόσο τσιτωμένα. Διέσχισε το καθιστικό, βγήκε στην βεράντα και έκατσε στο γνωστό απομονωμένο σημείο της.
Έμεινε για λίγο να κοιτάει τη θάλασσα και συνέχεια επανέφερε στο μυαλό της, την αντίδραση της μητέρας της όταν είδε τον Φίλιππο. Ήταν σαν να έβλεπε όντως τον δαίμονα, το έβλεπε στα μάτια της. Δεν μπορούσε να εξηγήσει την αντίδραση της αυτή.
Εκτός εάν, σκέφτηκε, εκτός εάν ο Φίλιππος έχει κάποια σχέση όντως με το παρελθόνΔεν με ήξερε, δεν τον ήξερα και φάνηκε ξεκάθαρα ότι αγαπάει τη Θάλεια, κανένας δεν μπορεί να είναι τόσο καλός ηθοποιός. Χάθηκε στις σκέψεις της και πλέον ένας φόβος φούντωσε μέσα της. Αν είναι όντως ο διώκτης, είμαι έρμαιο στα χέρια του, είμαστε στην ερημιά κανένας δεν ξέρει που είναι το σπίτι παρά μόνο η Θάλεια που είναι σε κώμα. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά πιο δυνατά και η ανάσα της έβγαινε πλέον με δυσκολία.
Τότε ο Φίλιππος βγήκε στην βεράντα και τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και η Άρτεμις ένιωσε ρίγη να συνταράσσουν το σώμα της. Εκείνος στεκόταν όρθιος στο κατώφλι της μπαλκονόπορτας και την κοιτούσε με ένα ιδιαίτερο ύφος, ένα ύφος που δεν είχε ξαναδεί στο πρόσωπο του.
"Τι συμβαίνει;" την ρώτησε με χαμηλή φωνή. Ακόμα και η φωνή του, της φαινόταν διαφορετική πλέον, σαν ένα πέπλο να είχε πέσει από πάνω του και να τον έβλεπε καθαρά τώρα.
Πάλεψε να ακουστεί φυσιολογική, δεν έπρεπε για κανένα λόγο να καταλάβει εκείνος, ότι τον υποπτεύεται. "Δεν συμβαίνει κάτι, συγγνώμη για πριν που σου μίλησα απότομα, είμαι λίγο στην τσίτα μετά από όλα όσα έγιναν"
"Το καταλαβαίνω, δεν θα σε παρεξηγούσα ποτέ." χαμήλωσε το βλέμμα του και έπαψε να την κοιτά στα μάτια. "Θέλεις να μιλήσουμε, όχι σε μορφή συνεδρίας αλλά σαν φίλοι. Μετά από όσα έχουμε περάσει τις τελευταίες μέρες νιώθω σαν να σε ξέρω χρόνια". Η κούραση τον είχε καταβάλει, έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε τα μάτια του, τα οποία ήταν κόκκινα και πρησμένα, από το κλάμα και την αϋπνία.
Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Πόσο καλός ηθοποιός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος, ήταν εφικτό να την κοροϊδεύει με τέτοια ευκολία. Κοιτώντας τον, άρχισε να πιστεύει ότι δεν ήταν εφικτό, και μέσα της ηρέμησε λίγο.
Έχω καταντήσει μανιακή, σκέφτηκε και ξεφύσηξε δυνατά.
"Λοιπόν; " της ξαναείπε, κοιτώντας τη με προσμονή.
"Ναι, ναι συγγνώμη. Θα ήθελα να μιλήσουμε αλλά θα ήθελα πρώτα να πάω να κάνω ένα μπάνιο, να χαλαρώσω λιγάκι. Τα λέμε μετά." είπε και έκανε να μπει μέσα, μα εκείνος της έκλεινε την πόρτα με το σώμα του.
"Κάτι δεν πάει καλά με εσένα και δεν εννοώ την ψυχολογική σου κατάσταση λόγω της μητέρας σου και της Θάλειας. Κάτι άλλο. Μέσα σε λίγα λεπτά άλλαξες τελείως συμπεριφορά. Μίλα μου, σε παρακαλώ. Θέλω να σε βοηθήσω" την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια με ένα ειλικρινές βλέμμα.
Έμεινε να τον κοιτάει για κάποια δευτερόλεπτα σαν υπνωτισμένη, μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και προσπάθησε να τον προσπεράσει. Απέτυχε για άλλη μια φορά και συνέχισε να την κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα.
"Δεν πας πουθενά αν δεν μου πεις" σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και απλά έμεινε να την παρατηρεί.
"Σε παρακαλώ, Φίλιππε, άσε με να περάσω. Θα στα πω όλα μετά, στο υπόσχομαι". Δεν ήξερε όμως αν ήθελε να του μιλήσει ή να τρέξει να κρυφτεί. Ήταν σε απόλυτη σύγχυση.
"Εντάξει, θα σε αφήσω, αλλά δεν γλίτωσες έτσι εύκολα να ξέρεις" είπε κάνοντας στην άκρη, παρά τη θέληση του.
Τον προσπέρασε και ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα, σαν να την κυνηγούσε κάποιος και χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της, μπήκε μέσα στο δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα. Έκατσε με την πλάτη στην πόρτα για λίγα λεπτά και αφουγκράστηκε τους ήχους του σπιτιού. Δεν ακουγόταν τίποτα πέραν από την ανάσα της.
Πήγε στο κρεββάτι., έκατσε και άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα στο κινητό της. Είχε να το κοιτάξει ώρες και συνειδητοποίησε ότι είχε κλείσει από μπαταρία. Το έβαλε στη φόρτιση και πήγε στο μπάνιο να κάνει ένα ντους.
Όλοι οι μυς της ήταν τσιτωμένοι και το ζεστό νερό ήταν καταπραϋντικό. Το ένιωθε να κυλάει σαν βάλσαμο πάνω στις πληγές της και να γιατρεύει όλο της το είναι. Άφησε ανακουφισμένη τα δάκρυα της να κυλήσουν και να γίνουν ένα με το καυτό νερό και να παρασυρθούν αθόρυβα από το σιφώνι. Σαν χείμαρρος ξεπήδησε από μέσα της όλη η ένταση της μέρας και άφησε πίσω της ένα κενό δοχείο. Ένα κουφάρι δίχως ψυχή, έτσι ήταν πλέον εκείνη. Μια άψυχη ύπαρξη, κατατρεγμένη, χωρίς σπίτι, χωρίς φίλους, χωρίς οικογένεια. Μόνη και αβοήθητη, έρμαιο στις σαδιστικές ορέξεις του δαίμονα.
Την εσωτερική της πάλη διέκοψε ο ήχος του τηλεφώνου της που χτυπούσε. Έβαλε μια πετσέτα γύρω της και βγήκε γρήγορα από το μπάνιο, ώστε να δει ποιος ήταν. Απόκρυψη και πάλι. Εκείνος για άλλη μια φορά.
Το σήκωσε δειλά και το έβαλε στο αυτί της, χωρίς να μιλήσει. Από μέσα άκουσε ένα θόρυβο σαν παρατεταμένο μπιπ.
"Σου έφαγε την γλώσσα η γάτα γλυκιά μου;" της είπε με την βραχνή αηδιαστική φωνή του και γέλασε χαμηλά. "Είσαι τυχερή που θέλω να ακούω τη φωνούλα σου και δεν στην κόβω εγώ. Δεν είναι καλό κορίτσι όμως και θα τιμωρηθείς" συνέχισε τον παραλογισμό του και η καρδιά της Άρτεμης άρχισε να χτυπά δυνατά.
"Λοιπόν άκου προσεκτικά, η φιλεναδίτσα σου η Αγία Θάλεια είναι μια μικρή βρομιάρα και της άξιζε ό,τι έπαθε. Και δεν έχει δει τίποτα ακόμη. Θα υποφέρει κι άλλο αλλά πρώτα πρέπει να σου ανοίξουμε τα μάτια" ξερόβηξε σαν να πνιγόταν και συνέχισε να μιλά. "Σαν καλό κορίτσι θα πας στο δωμάτιο της λοιπόν και θα ψάξεις το δεύτερο συρτάρι στο κομοδίνο της, εκεί θα βρεις κάτι πολύ, πολύ ενδιαφέρον" της είπε και γέλασε δυνατά.
"Είσαι τρελός, δεν πρόκειται να κάνω τίποτα." είπε εκείνη με φωνή που έτρεμε από θυμό.
"Όπως θέλεις, μα να ξέρεις ότι θέτεις σε κίνδυνο πολλά άτομα με αυτή σου την απόφαση" πλέον η φωνή του δεν ήταν τόσο ψευδώς εύθυμη, ένα κύμα θυμού έκανε την εμφάνισή του και η Άρτεμις το ένιωσε αμέσως.
"Είσαι τρελός" του φώναξε με μανία. Είχε πλέον απελπιστεί, δεν την ένοιαζε τίποτα. Δεν την ένοιαζε αν θα ακούσει ο Φίλιππος τις φωνές της. Ήθελε απλά να τον κάνει να σταματήσει, να φύγει από τη ζωή της.
"Τρελός για σένα. Σταμάτα τώρα τις φωνές και κάνε ό,τι σου λέω. Όταν βρεις αυτό που πρέπει, θα πας στον γιατρουδάκο και θα το δείξεις και σε εκείνον, αλλιώς η Θάλεια σου θα αφήσει την τελευταία της πνοή. Άκουσες;" και με ένα ακόμα σαρδόνιο γέλιο της έκλεισε το τηλέφωνο.
Εκείνη έμεινε να κοίτα τη συσκευή με το αίμα να της έχει ανέβει στο κεφάλι. Δεν ήθελε να κάνει τίποτα απ' όσα της έλεγε ο τρελός, μα δεν είχε επιλογή.
Πήγε πάλι στο μπάνιο, σκουπίστηκε καλά και έβαλε μια καθαρή αλλαξιά ρούχα. Όλα τα ρούχα της ήταν ακόμα μέσα στην βαλίτσα, δεν είχε προλάβει να τα τακτοποιήσει, όπως υπολόγιζε την πρώτη μέρα που ήρθε. Είχαν γίνει όλα άνω κάτω τόσο γρήγορα που δεν είχε σκεφτεί τόσο μικρά πράγματα.
Φόρεσε ένα ζευγάρι άνετα παπούτσια και βγήκε από το δωμάτιο αθόρυβα. Κοίταξε από τη βάση τη σκάλας και είδε τον Φίλιππο καθισμένο στη βεράντα να διαβάζει ένα βιβλίο και σκέφτηκε πως ήταν η ευκαιρία της να δράσει τώρα. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, γλίστρησε στο δωμάτιο της Θάλειας και πήγε κοντά στο κομοδίνο που της είχε υποδείξει ο δαίμονας.
Έκατσε για μια στιγμή όρθια πάνω από το κομοδίνο να κοίτα απλά το έπιπλο χωρίς να κινείται. Μα τι έκανε, δεν ήταν σωστό όλο αυτό. Έπρεπε να φύγει από εκεί μέσα, πριν ο Φίλιππος το πάρει χαμπάρι και πρέπει να δικαιολογήσει την απαράδεκτη συμπεριφορά της.
Πήγε να φύγει, μα το μάτι της έπεσε σε μια φωτογραφία της Θάλειας πάνω σε μια συρταριέρα. Ήταν τόσο όμορφη, τα ξανθά μαλλιά της ανέμιζαν ανέμελα. Ο ήλιος έλουζε το πρόσωπο της και το πλατύ της χαμόγελο φώτιζε όλη τη φωτογραφία. Πόσο ζωντανή ήταν. Τότε της ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του δαίμονα, ότι η Θάλεια θα πληρώσει την ανυπακοή της και ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Έπρεπε να το κάνει. Πήγε πάλι κοντά στο συρτάρι και το άνοιξε. Μέσα βρήκε κάποια μικροπράγματα της Θάλειας και μερικά ενθύμια. Ένα βραχιόλι που της είχε κάνει δώρο χρόνια πριν, μερικές καρτ-ποστάλ από διάφορα ταξίδια και διάφορα άλλα αναμνηστικά. Κάτω κάτω στον πάτο του συρταριού είδε ένα σημειωματάριο.
"Το Ημερολόγιο της Θάλειας" αναφώνησε. Ήξερε χρόνια ότι η φίλη της κράτα ημερολόγιο και πάντα την πείραζε για αυτό. Μάλιστα η Θάλεια δεν άφηνε κανέναν να το αγγίξει σαν να έκρυβε μέσα τα μεγαλύτερα μυστικά του κόσμου.
Λογικά αυτό ήθελε ο διεστραμμένος να βρω, σκέφτηκε, είναι τόσο ανήθικο όλο αυτό.
Η αλήθεια είναι ότι είχε περιέργεια πλέον να μάθει τι ήταν αυτό που έπρεπε να ανακαλύψει μέσα σε αυτό το ημερολόγιο. Κάθισε στο κρεβάτι και το άνοιξε προσεκτικά. Από μέσα του έπεσε ένας φάκελος που έμοιαζε να έχει φωτογραφίες και ένα γράμμα. Η Άρτεμης κρατώντας πλέον την ανάσα της άνοιξε το φάκελο και κοίταξε μια μια της φωτογραφίες.
Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Το σοκ την χτύπησε σαν κεραυνός εν αιθρία. Πως μπόρεσε η Θάλεια να κάνει κάτι τέτοιο; Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της και κύλισαν πάνω στις φωτογραφίες και άφησαν μεγάλους υγρούς λεκέδες.
Τότε άκουσε ένα θόρυβο πίσω της και η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα στο δωμάτιο ο Φίλιππος και έμεινε να την κοιτά σαστισμένος.
"Άρτεμη τι κάνεις εσύ εδώ; Γιατί κλαις;" της είπε κοιτώντας τη εξεταστικά. Τότε το βλέμμα του έπεσε στα χέρια της και στο ημερολόγιο που ήταν ανοιχτό πάνω στο κρεβάτι.
"Μα τι κάνεις εκεί;" πήγε πιο κοντά και έπιασε από τα χέρια της τις φωτογραφίες.
Τις κοίταξε και γύρισε και χτύπησε με την γροθιά του τον καθρέφτη.
"Όχι δεν είναι δυνατόν".

Πορφυρά ΌνειραTahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon