Κεφάλαιο 9

10 5 0
                                    

  Έφτασε κοντά της και την κοίταξε με μια λαχτάρα και μια προσμονή να ζωγραφίζονται ξεκάθαρα στο πρόσωπο του. Εκείνη έμεινε ασάλευτη σαν χαμένη να τον κοίτα. Είχαν περάσει τόσα χρόνια, επτά ολόκληρα χρόνια χωρίς να δει την μορφή του, επτά ολόκληρα χρόνια, να τον κράτα θαμμένο στο μυαλό της.
Τα χρόνια δεν τον είχαν αλλάξει σχεδόν καθόλου. Τα ανοιχτόχρωμα μάτια μου έδειχναν λίγο κουρασμένα, διέκρινε μια απελπισία αλλά και μια ελπίδα, τόσο αντιφατικά συναισθήματα σαν να πάλευε μέσα του. Είχε έρθει για εκείνη το ήξερε, το έβλεπε στο πρόσωπό του. Αλλά εκείνη δεν ήθελε να τον δει αυτή τη στιγμή, δεν ήταν σε θέση να το διαχειριστεί όλο αυτό.
Έκανε μεταβολή και άρχισε να προχωρά προς την άλλη πλευρά της βεράντας, που είχε αφήσει την Θάλεια και τον Φίλιππο, μέσα της έβραζε από τα νεύρα. Ήταν άραγε όλο αυτό στημένο από τη Θάλεια;
Δεν πρόλαβε να κάνει πάρα μόνο λίγα βήματα και την έπιασε από το χέρι.
"Άρτεμις σε παρακαλώ, μην φεύγεις" η φωνή του έσπασε όταν έλεγε το όνομα της και στα μάτια του είδε όλα όσα ένιωθε ακόμα για εκείνη.
"Αλέξανδρε, τι κάνεις εδώ; Η Θάλεια σου είπε να έρθεις; Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ήμουν τόσο χαζή. Όλα ήταν στημένα εξαρχής ε;" είπε νευριασμένα και τράβηξε απότομα το χέρι της από την λαβή του.
Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε σαστισμένος. "Όχι, όχι άκουσε με. Η Θάλεια δεν εμπλέκεται καθόλου. Αν θες να κατηγορήσεις κάποιον, αυτός θα πρέπει να είμαι εγώ. Ήξερα ότι θα είσαι εδώ σήμερα και δεν άντεξα ήθελα να σε δω." Φαινόταν ειλικρινής αλλά πάντα είχε την τάση να πέφτει εύκολα με τα λόγια του.
"Δεν μπορώ να καταλάβω, όμως, τι θέλεις από εμένα; Έχουν περάσει τόσα χρόνια και δεν μας ενώνει κάτι πλέον." Ένιωθε τόσο ανάμεικτα συναισθήματα στην θέα του Αλέξανδρου. Τον είχε αγαπήσει πολύ και είχε υποφέρει εξίσου από την απώλεια του, καθώς και από την προδοσία του.
"Θέλω να σου μιλήσω, ήθελα τόσα χρόνια να σου εξηγήσω. Στην αρχή με απέκλεισες και πέρασαν τόσα χρόνια, μα δεν έπαψα να σε σκέφτομαι και να πιστεύω ότι ήταν άδικο που χωρίσαμε". Ήταν όντως πολύ απελπισμένος, δεν είχε συνηθίσει να τον βλέπει έτσι, ήταν πάντα συγκροτημένος και δυναμικός, τώρα σχεδόν δεν έβγαζε νόημα από τα λόγια του.
"Έχει νόημα να σκεφτόμαστε τα παλιά πλέον; Προχωρήσαμε και οι δύο τις ζωές μας πια." Δεν μπορούσε να του κρατήσει μούτρα και να συνεχίσει να είναι νευριασμένη μαζί του. Αυτό ήταν πάντα το πρόβλημα, σκέφτηκε.
"Για μένα έχει, θέλω να τα βγάλω από μέσα μου. Εγώ δεν έχω προχωρήσει από τότε να ξέρεις, πάντα και παντού έβλεπα το πρόσωπό σου. Θέλω να σου μιλήσω και μετά αν θέλεις διώξε με και δεν θα σε ξαναενοχλήσω ποτέ."
Το κοίταξε στα μάτια και την κοίταξε κι εκείνος και έμειναν έτσι για λίγα λεπτά χωρίς να μιλάνε και η σιωπή έλεγε πιο πολλά απ όλα τα λόγια του κόσμου. Τότε εμφανίστηκε η Θάλεια με τον Φίλιππο και έμειναν να τους κοιτάζουν.
"Αλέξη τι κάνεις εδώ; Δεν σου είπα να μην έρθεις;" Ακουγόταν κι εκείνη πολύ νευριασμένη μαζί του.
Εκείνος όμως δεν σάλεψε καν, σαν να μην την άκουσε καθόλου. Συνέχισε να κοίτα την Αρτεμη και να περιμένει μια απάντηση.
"Εντάξει θα σου δώσω λίγο χρόνο να μου πεις αυτά που θέλεις" του απάντησε με σιγανή φωνή. "Θάλεια, είναι εντάξει. Δεν πειράζει". Η Θάλεια έμεινε να την κοιτάζει για ένα λεπτό με ανήσυχο βλέμμα και μετά είπε στον Φίλιππο να τους αφήσουν μόνους τους.
"Άρτεμη δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι που δεν θέλεις. Αν θέλεις μπορούμε να τον διώξουμε." είπε ο Φίλιππος σαν να μην ήταν καν εκεί ο Αλέξανδρος και την κοίταξε με ένταση στα μάτια. Ο Αλέξανδρος φάνηκε να τσιτώνει και κοιτάχτηκαν οι δυο τους.
"Όχι Φίλιππε ευχαριστώ. Θα του μιλήσω"
Με τα πολλά έφυγαν. Την παραξένεψε η αντίδραση του Φίλιππου, έδειχνε να μην συμπαθεί τον Αλέξανδρο μια ένταση υπήρχε ανάμεσα τους. Θα ρωτούσε αργότερα την Θάλεια, σκέφτηκε.
Όταν έμειναν πάλι οι δύο τους, η ένταση και η αμηχανία μεγάλωσαν ακόμα πιο πολύ.
"Σε ευχαριστώ που το δέχτηκες. Ειλικρινά σημαίνει πολλά για μένα. Θέλεις να κατέβουμε λίγο κάτω στην παραλία να είμαστε πιο ήσυχα;" τα μάτια του την εκλιπαρούσαν για λίγη προσοχή.
Χωρίς να του απαντήσει κατέβηκε από την βεράντα και πήγε προς την παραλία. Εκείνος έμεινε σαστισμενος για λίγο και μετά άνοιξε το βήμα του για να την προφτάσει. Καταλάβαινε ότι τον έβγαζε έξω από τα νερά του γιατί είχε συνηθίσει άλλες αντιδράσεις από μέρους της στο παρελθόν. Δεν ήταν όμως η ίδια πλέον. Είχε περάσει πολλά και είχε σκληρύνει και παράλληλα ήταν ακόμα πικραμένη μαζί του και βαθιά απογοητευμένη. Έφτασαν πολύ κοντά στο νερό και έκατσε κάτω, ήρθε κι εκείνος δίπλα της και έκατσε επίσης, όχι πολύ κοντά αλλά όχι και μακριά. Ήταν προσεκτικός με ό,τι έκανε για να μην την εξοργίσει και φύγει.
Η εκκωφαντική σιωπή συνέχισε για λίγο ακόμα και τότε γύρισε και τον κοίταξε χωρίς όμως να μιλά.
"Πώς είσαι; Δεν φαίνεσαι καλά" την ρώτησε και ρυτίδες ανησυχίας εμφανίστηκαν στο μέτωπο του.
"Θα μου πεις τελικά αυτά που θες;" Ήθελε να είναι αυστηρή να μην λυγίσει αλλά δεν ήταν εύκολο.
"Ναι θα σου πω. Δεν είχε γίνει τίποτα με την Νάντια τότε. Πρέπει να με πιστέψεις, εκείνη τα είχε σχεδιάσει όλα και μας κατέστρεψε."
"Αυτό ήθελες να μου πεις;" έχανε το χρόνο της,τα ηξερε όλα αυτά και πίστευε ακόμα ότι ήταν ψέματα. "Ήρθες να με βρεις μετά από τόσα χρόνια για να μου πεις το ίδιο παραμύθι;"
"Όχι, όχι δεν είναι παραμύθι. Σε παρακαλώ άκουσε με. Μίλησα με την Ναντια και έχει μετανιώσει για το ψέμα της" Ήταν πλέον απελπισμένος.
"Πόσο καιρό ήσασταν μαζί και με δούλευες; Όλο εκείνο το εξάμηνο ή πιο και πιο πριν; Ήμουν τόσο χαζή, πάντα σε πίστευα τύφλα. Με διέλυσες, μπορείς να το καταλάβεις;". Δεν ήθελε να βάλει τα κλάματα μπροστά του, αλλά δεν θα αργούσε να γίνει κι αυτό.
"Δεν ήμασταν μαζί ποτέ, στο ορκίζομαι. Θέλεις να της μιλήσεις να σου πει. Σε παρακαλώ. Εκείνη την βραδιά είχαμε πάει σε ένα πάρτι, είχαμε μιλήσει, στο είχα πει, σε είχα πάρει τηλέφωνο. Είχα πιει λίγο αλλά δεν ήταν απλά αυτό, σίγουρα κάτι μου είχαν ρίξει στο ποτό. Ήταν όλα θολά και θυμάμαι απλά την Ναντια να έρχεται και ένα φλας φωτογραφικής μηχανής. Και μετά έφυγα για την εστία. Δεν έγινε κάτι άλλο." Δάκρυα έτρεχαν πλέον από τα μάτια του. "Κι εμένα καταστράφηκε η ζωή μου τότε, εσύ ήσουν η ζωή μου."
"Δεν έχει σημασία πια τι είχε γίνει. Έχουν περάσει επτά ολόκληρα χρόνια και είμαστε δύο ξένοι, δεν σε ξέρω πλέον και προπάντων εσύ δεν ξέρεις εμένα. Τι νόημα βρίσκεις στο να μου τα λες όλα αυτά;" Πόσο πονούσε όλο αυτό, ήθελε να φύγει, να τρέξει, μα δεν μπορούσε. Κάτι την κρατούσε.
"Για δύο λόγους στα λέω όλα αυτά. Πρώτον για να αποκατασταθεί όλο αυτό το ψέμα και να πάψω να το σκέφτομαι κάθε μέρα και δεύτερον γιατί δεν έχω σταματήσει να σε αγαπώ. Θέλω να είμαι μαζί σου." Περίμενε να ακούσει τα πάντα από τα χείλη του, όχι όμως και αυτό. Όχι μετά από τόσο καιρό, ήταν τρελό.
Τον κοίταξε με δυσπιστία και ανάμεικτα συναισθήματα. Δεν ήθελε να σηκωθεί και να φύγει έτσι απλά, αν και της πέρασε από το μυαλό.
"Δεν μιλάς σοβαρά έτσι; Θυμήθηκες την ύπαρξη μου μετά από τόσα χρόνια απουσίας και ήρθες με θράσος να ζητήσεις να είμαστε πάλι μαζί; Είσαι απαράδεκτος." πλέον είχε αρχίσει να νευριάζει.
"Σε σκεφτόμουν πάντα. Πάντα ήσουν μέσα στην καρδιά μου και μετανιώνω για το ότι σε άφησα να φύγεις έτσι από κοντά μου. Θα έπρεπε να ήμασταν μαζί και ευτυχισμένοι. Είσαι δική μου και είμαι δικός σου". Ένα περίεργο συναίσθημα την κατέκλυσε. Ένιωθε να τα είχε ξανακούσει αυτά τα λόγια στα όνειρα της. Και δεν ένιωθε καλά να τα ακούει πάλι από το στόμα του Αλέξανδρου. Ήταν μια διεστραμμένη σύμπτωση που την τάραζε.
"Δεν θέλω να ακούσω κάτι άλλο από εσένα. Θέλω να φύγεις. Αν όντως με νοιάζεσαι έστω λίγο, πήγαινε." Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο και άρχισε να κλαίει.
Την πλησίασε και πήγε να την αγγίξει, μα σταμάτησε και χωρίς να πει λέξη έφυγε και έτσι έμεινε μόνη στην παραλία να κλαίει με αναφιλητά. Έκατσε εκεί αρκετή ώρα, μέχρι που άκουσε βήματα πίσω της.
"Σου είπα να φύγεις, δεν θέλω να σε ακούω" ούρλιαξε υστερικά. Μα δεν ήταν ο Αλέξανδρος, ήταν μια άλλη αντρική φιγούρα και την έπιασε στα δυνατά του χέρια και της έκλεισε το στόμα.
"Επιτέλους συναντιόμαστε από κοντά πριγκίπισσα. Μου έλειψε η μορφή σου.". Εκείνη είχε κοκαλώσει. Η λαβή του ήταν πολύ δυνατή κ δεν μπορούσε να ξεφύγει. Φορούσε μαύρα ρούχα και μια μαύρη κουκούλα στο πρόσωπο, δεν μπορούσε να δει πώς έμοιαζε το τέρας που στοίχειωνε τα όνειρα της αλλά και την ζωή της πλέον.
"Άκουσα την συζήτηση σου με αυτό το κάθαρμα. Λέει ψέματα το ξέρεις, έτσι; Κανένας δεν σε αγαπάει όσο εγώ. Όλοι θέλουν να σε εκμεταλλευτούν. Εγώ είμαι εδώ για να σε προσέχω" Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπο της και πάλευε να ξεφεύγει αλλά μάταια δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί.
"Μην φοβάσαι δεν θα σου κάνω κακό. Θέλω να δεις την αλήθεια σιγά σιγά. Θέλω να καταλάβεις ότι όλοι είναι ψεύτες, ο Αλέξανδρος, ο Άλκης, η Θάλεια. Όλοι τους και τότε θα έρθεις μόνη σου στην αγκαλιά μου και θα ζήσουμε για πάντα μαζί" Την κοιτούσε με λατρεία και πόθο.
"Πόσο θέλω να σε κάνω δική μου; Πόσο θέλω να γίνουμε ένα. Αλλά θέλω πρώτα να δεις την αλήθεια και να έρθεις σε εμένα. Να με αγαπήσεις και να μου δοθείς μόνη σου. Τότε θα έχει αξία". Την φίλησε στο μέτωπο και έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του.
"Τώρα θα σε κοιμήσω και θα φύγω και θα σου πω γι άλλη μια φορά να μην ανοίξεις το στόμα σου. Ούτε σε εκείνον το υποκριτή ψυχίατρο γιατί τα δικά σου χέρια θα βαφτούν με αίμα". Της έδωσε άλλο ένα φιλί στο λαιμό και της έβαλε κοντά στο πρόσωπο το μαντήλι με το χλωροφόρμιο.
Ολα θόλωσαν και ένιωσε να βυθίζεται στο σκοτάδι κι έμεινε εκεί για λίγη ώρα. Μέχρι που άκουσε μια φωνή να λέει το όνομα της και δύο χέρια να την σηκώνουν σαν πούπουλο.
"Τι έπαθε Φίλιππε; Και του είχα πει να μην έρθει, την τάραξε πολύ" ακούστηκε από μακριά η φωνή της Θάλειας, τόσο ανήσυχη.
Ένιωσε να ακουμπάει σε κάτι μαλακό και άνοιξε τα μάτια της, όλα ήταν θολά και είχε έντονο πονοκέφαλο. Από πάνω της ήταν ο Φίλιππος και της έπαιρνε το σφυγμό.
"Αγάπη μου, συνήλθες ευτυχώς. Τρομάξαμε πολύ." άκουσε την φωνή της Θάλειας και κοίταξε προς το μέρος της, είχε χλωμιάσει από την ανησυχία. "Συγχώρεσε με για τον Αλέξανδρο, του είχα πει να μην έρθει"
"Σε πιστεύω" κι όντως την πίστευε.
"Ο Αλέξανδρος έφυγε χωρίς να πει λέξη και ήρθαμε να σε βρούμε στην παραλία και ήσουν λυπόθυμη. Σε τάραξε πολύ ε; "
"Συγχωρέστε με για την ταλαιπωρία που σας έχω βάλει. Είμαι πολύ κουρασμένη και δεν θέλω να το συζητήσω τώρα." Ήταν τόσο σοκαρισμένη που ήθελε να μείνει μόνη και να κρυφτεί στην ασφάλεια του κρεβατιού της.
"Εντάξει γλυκιά μου θα σε αφήσουμε να ησυχάσεις. Μιλάμε αύριο αν θες για όλα. Αν χρειαστείς κάτι φώναξε με."
"Σας ευχαριστώ πολύ για όλα και πάλι. Καληνύχτα"
Όταν έκλεισαν πίσω τους την πόρτα, το προσωπείο της έπεσε και άφησε να την κατακλύσει η απελπισία. Ήταν αλήθεια αυτό που έγινε ή ήταν πάλι ένα όνειρο. Αυτή την φορά ήξερε όμως ότι δεν ήταν όνειρο και πως ο δαίμονας την βρήκε. Δεν ήταν πια ασφαλής πουθενά και κανένας δεν ήταν ασφαλής γύρω της.
Τι εννοούσε όμως λέγοντας της ότι σύντομα θα μαθει την αλήθεια για όλους όσους την περιτριγυριζαν; Ήταν ψέματα αυτά που της έλεγε ή όντως υπήρχαν σκοτεινά μυστικά που δεν γνώριζε;
Ένα πράγμα ήταν βέβαιο,όμως, δεν θα έλεγε τίποτα σε κανέναν, θα έβρισκε μόνη της την άκρη. Και πλέον είχε ένα πολύ μεγάλο όπλο απέναντι στον εχθρό. Της είπε ξεκαθαρα ότι την αγαπούσε. Αυτό ήταν το κλειδί για όλα, αυτή ήταν η μόνη της ελπίδα.

Πορφυρά ΌνειραDonde viven las historias. Descúbrelo ahora