Κεφάλαιο 8

23 5 0
                                    

  Ήταν η πρώτη βραδιά μετά από πολύ καιρό που κοιμήθηκε καλά, χωρίς φάρμακα. Πλέον ήξερε, δεν είχε κάτι να φοβάται στον ύπνο της, η πραγματική απειλή ήταν εκεί έξω.

Το δωμάτιο που της είχαν δώσει ήταν μεγάλο και φωτεινό. Οι τοίχοι είχαν ένα ανοιχτό μπεζ χρώμα και είχαν κρεμασμένους πίνακες με φθινοπωρινά τοπία. Της θύμιζε έντονα την γιαγιά της. Κι εκείνη είχε παντού πίνακες με όμορφα τοπία και όταν ήταν πιο μικρή καθόταν και έπλαθε ιστορίες για το που μπορεί να ήταν το κάθε μέρος που απεικόνιζαν.

Δεν ήθελε να σηκωθεί απ' το κρεβάτι. Δεν ήθελε να δει την Θάλεια και τον Φίλιππο αυτή τη στιγμή.

Χθες αμέσως μετά το μακάβριο σκηνικό, ήρθε η Θάλεια. Μόλις που πρόλαβε να ξεφορτωθεί τα απομεινάρια της γλώσσας και να πετάξει τα σκουπίδια. Ήταν τόσο σοκαρισμένη που δεν έδινε σημασία καθόλου σε εκείνη. Πήραν τα πράγματα και έφυγαν αμέσως. Ούτε λεπτό δεν ήθελε να κάθετε εκεί μέσα, ξέροντας ότι εκείνος είχε τόσο εύκολη πρόσβαση.

Η πρόσκληση της Θάλειας τελικά είχε έρθει την κατάλληλη στιγμή. Ήταν όλα ιδανικά για να ξεφύγει από το σπίτι της και να μην είναι μόνη της και εκτεθειμένη.

Το σπίτι του Φιλίππου ήταν περίπου δύο ώρες έξω από την Αθήνα, ήταν σε μια παραλιακή τοποθεσία σχεδόν ιδιωτική. Τα πιο κοντινά οικήματα ήταν 20 χιλιόμετρα μακριά και σχεδόν κανένας δεν πήγαινε κοντά, γιατί η παραλία ήταν πολύ βραχώδης και απότομη. Θα ήταν μόνοι τους στην μέση του πουθενά, μα πίστευε ότι εκείνος δεν θα μπορούσε να την βρει, εκεί στην άκρη του Θεού.

Σε όλη τη διαδρομή κοιτούσε πίσω να δει αν κάποιο αυτοκίνητο τους ακολουθούσε, δεν είδε κάτι ύποπτο. Από ένα σημείο και μετά και για αρκετά χιλιόμετρα δεν συνάντησαν κανέναν, οπότε ησύχασε ακόμα περισσότερο. Την είχε χάσει, δεν θα πραγματοποιούσε την απειλή του, ήταν ασφαλής για δύο εβδομάδες και έτσι αμέριμνη θα σχεδίαζε το παρακάτω βήμα της.

Ο ήλιος πλέον είχε φτάσει ψηλά και άρχισε να την τυφλώνει, ήταν περασμένες έντεκα. Άκουσε βήματα έξω από την πόρτα του δωματίου και μια χαρούμενη Θάλεια εισέβαλε φουριόζα στο δωμάτιο, κρατώντας ένα δίσκο με πρωινό.

"Ξύπνα υπναρού, σου έφερα να φας πρωινό αν και πλέον κοντεύει μεσημέρι. Έχουμε τόσα πράγματα να κάνουμε." το χαμόγελο της έφτανε μέχρι τα αυτιά.

"Δεν έπρεπε ρε συ Θάλεια. Θα σηκωνόμουν, νιώθω σαν παιδάκι έτσι όπως κάνεις τελευταία" παρόλο που της γκρίνιαζε κατά βάθος το χαιρόταν όλο αυτό. Της είχε λείψει τόσο η Θάλεια και η ευθυμία της και είχε καιρό να νιώσει ότι κάποιος την κακομαθαίνει.

Πορφυρά ΌνειραWhere stories live. Discover now