Κεφάλαιο 6

18 7 0
                                    

Όλο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Δεν ήθελε να κοιμηθεί, φοβόταν ότι αν την πάρει ο ύπνος θα είναι σαν να παραδίνεται στα χέρια του δαίμονα. Ήπιε δύο καφέδες και έκατσε στο σαλόνι, είχε ανοιχτή την τηλεόραση. Έψαχνε μανιωδώς τα κανάλια να βρει κάποια πληροφορία για τον νεαρό. Τίποτα κανένας δεν ήξερε τίποτα.
Το βράδυ της Κυριακής δεν είχε γυρίσει σπίτι μετά τη δουλειά, πράγμα πρωτάκουστο κατά τους γονείς του. Πάντα ειδοποιούσε όταν έλειπε, έλεγε η μητέρα του σε ένα δημοσιογράφο που της πήρε συνέντευξη έξω απ' το σπίτι του νεαρού, σας παρακαλώ βοηθήστε μας να βρούμε το παιδί μας. Ο πόνος στα μάτια της δεν μπορούσε να περιγράφει με λέξεις. Η συντριβή και η κούραση είχαν αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά της, τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα.
"Δεν πιστεύετε ότι είναι κάπου με κάποιο φίλο και ξεχάστηκε ή με κάποια κοπέλα;" ρώτησε ο δημοσιογράφος και η μητέρα ξέσπασε σε γοερά κλάματα. "Μην μου λέτε τα ίδια με την αστυνομία, το ξέρω το παιδί μου, δεν θα μας το έκανε ποτέ αυτό. Του έχει συμβεί κάτι. Μια μάνα μπορεί να το διαισθανθεί όταν το παιδί της είναι σε κίνδυνο", μιλούσε γρήγορα και μανιασμένα σαν να την έπνιγε το δίκιο της και ρυάκια με καυτά δάκρυα έτρεχαν απ' τα ματιά της.
Ο πατέρας του νεαρού ήταν εκεί πίσω της, ακίνητος σαν φάντασμα. Σαν ένα κέρινο ομοίωμα χωρίς ψυχή που απλά υπήρχε στο χώρο χωρίς να εξυπηρετεί κάποιο σκοπό.
Πολλές φορές οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά σε μια κρίση. Κάποιοι νευριάζουν και παθιάζονται, τα βάζουν με όλους και με όλα, αψηφούν ακόμα και τον ίδιο το Θεό. Είναι όμως και κάποιοι που χάνονται, φεύγει η ζωή από μέσα τους και πέφτουν σε ένα τεχνητό κόμμα και πολλές φορές αυτό του συντροφεύει μέχρι το τέλος της ζωής τους, ειδικά αν η έκβαση της κατάστασης πάρει αρνητική τροπή.
Στην δεύτερη κατηγορία ανήκε και ο πατέρας του νεαρού. Δεν έκανε κανένα σχόλιο στην κάμερα, δεν κοίταξε καθόλου τους δημοσιογράφους, κοίταζε το κενό και κρατούσε το χέρι της γυναίκας του μηχανικά. Φαινόταν να έχει χάσει κάθε ελπίδα και ας είχαν περάσει μόνο λίγες ώρες. Ίσως όντως οι γονείς είχαν κάποιο ένστικτο και ήξεραν αν κάτι είχε συμβεί ή όχι στα παιδιά τους.
Η εικόνα του νεαρού να κάθετε πίσω απ' το μπαρ τις προάλλες και να φλυαρεί για τις αστυνομικές υποθέσεις, που τόσο τον συνάρπαζαν, της είχε καρφωθεί στο μυαλό. Μακάρι να μην έχει πάθει κάτι και να είναι απλά με κάποιο φίλο και να έχει ξεχαστεί. Με τόσο ντόρο που έκανε η υπόθεση στα μίντια όμως, κάπως θα το είχε μάθει και θα είχε εμφανιστεί. Δεν φαινόταν για τύπος που ήθελε να εξαφανιστεί δια παντός, σκέφτηκε, πότε δεν ξέρεις βέβαια τι κρύβει ο καθένας στην ψυχή του.
Κι έτσι ήταν, ο καθένας μέσα του έκρυβε έναν μικρό κόσμο, ένα σκοτεινό κόσμο που είχε χτιστεί από ενδόμυχες επιθυμίες και κρυφές σκέψεις. Μερικοί άνθρωποι έχουν την τάση να εκφράζονται πιο ανοιχτά και να αφήνουν τους άλλους να εισβάλουν σ αυτό το μικρό σκοτεινό κομμάτι του εαυτού τους. Κάποιοι άλλοι εγκλωβίζονται μέσα του και δημιουργούν ένα κλουβί που τους καταπίνει και τους οδηγεί σε πράξεις που ούτε εκείνοι δεν πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να κάνουν.
Ήταν κι εκείνη ένα παράδειγμα εσωστρεφή ατόμου, ακόμα και κατά την ψυχανάλυση, της ήταν δύσκολο να τα πει όλα. Και ο δικός της μικρόκοσμος πλέον είχε γίνει μια φυλακή και εκείνη ήθελε απεγνωσμένα να δραπετεύσει μα δεν ήξερε τον τρόπο. Κάθε σκοτεινός διάδρομος του μυαλού της είχε γεμίσει φαντάσματα, που είχαν πρόσωπα οικεία, της μητέρας της, της Θάλειας, ακόμα και του σχεδόν αγνώστου νεαρού. Όλοι φαίνονταν να είναι μέρος ενός ανώτερου σχεδίου και έπρεπε με κάποιο τρόπο να ξετυλίξει το κουβάρι και να βρει την άκρη του νήματος, μόνο τότε θα μπορέσει να βρει την ηρεμία.
Κουλουριάστηκε στον καναπέ σε εμβρυακή στάση και άρχισε να κουνιέται πίσω μπρος. Ήθελε να γίνει μικρή, τόσο μικρή που δεν θα την βλέπει κανείς και έτσι θα χαθεί για πάντα από τον κόσμο. Ήθελε απλά να ξυπνήσει από αυτόν τον εφιάλτη.
Η ώρα είχε πάει μία το βράδυ και ήταν ήδη στον τρίτο καφέ, αποφασισμένη να πάει άυπνη κατευθείαν για δουλειά. Μπορώ να αντέξω μέχρι την Παρασκευή έτσι; Μπορώ να περιμένω μέχρι να πάω στην Θάλεια; Και μετά, όταν γυρίσω τι θα γίνει; Όλα αυτά γύριζαν ακατάπαυστα στο μυαλό της και όσο κι αν αναρωτιόταν δεν έβρισκε απάντηση.
Είχαν μείνει άλλα τέσσερα βραδιά και αν δεν κοιμόταν κανένα από αυτά θα αποτρελαινόταν σίγουρα. Αλλά και το αντίθετο σενάριο της φαινόταν εξίσου ακατόρθωτο. Εάν έπαιρνε τα χάπια δεν θα ήταν σε θέση να αντιδράσει σε οτιδήποτε κι αν γινόταν. Και το ένιωθε βαθιά μέσα της ότι έρχεται η καταιγίδα και ότι θα έμπαινε στο μάτι του κυκλώνα, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα τι την περίμενε.
Ένιωθε τα βλέφαρά της βαριά, το κορμί της ήταν καταπονημένο και ένιωθε ένα τόσο μεγάλο βάρος στην καρδιά της που σχεδόν δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Ο ύπνος δεν άργησε να έρθει και μαζί του ήρθε και το σκοτάδι, εκείνο το ιδιαίτερο σκοτάδι που για εκείνη είχε πορφυρό χρώμα. Το χρώμα των νεκρών, άκουσε μια φωνή να λέει κάπου από μακριά, μια βραχνή αντρική φωνή. Αν ο θάνατος είχε φωνή θα είχε αυτή και έτσι της ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του Χάρη, όταν άκουσε τον άγνωστο στο τηλέφωνο. Είχε πει "αν τα φαντάσματα είχαν φωνή θα ήταν αυτή του άντρα στο τηλέφωνο". Χιλιάδες καμπανάκια ήχησαν στο μυαλό της. Με όση δύναμη της είχε απομείνει ψέλλισε μέσα απ' τα δόντια της. "Ποιος είσαι; Τι θέλεις από εμένα;" ίσα που ακούστηκε. Δεν ήξερε πώς βρήκε το θάρρος να μιλήσει αντί να ουρλιάξει, αντί να παρακαλέσει για βοήθεια.
"Είμαι δικός σου και είσαι δική μου. Έτσι έπρεπε να γίνει και ας μου ξέφυγες μια φορά. Πλησιάζει η στιγμή που θα γίνουμε πάλι ένα και τότε κάνεις δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει, ούτε ο θάνατος. Ακόμα κι αυτός είναι πολύ μικρός για να γκρεμίσει κάτι σπουδαίο" η ανατριχιαστική φωνή του, βούιζε στα αυτιά της σαν να ερχόταν από μεγάφωνο.
Το μόνο που έβλεπε γύρω της ήταν ένα κόκκινο χρώμα, όλα ματωμένα. Τότε ξεπρόβαλλε μπροστά της μια σκιά. Πλησίαζε σιγά σιγά και λίγο πριν φτάσει μπροστά της πήρε σχήμα. Ήταν ο νεαρός από την καφετέρια, βουτηγμένος στο αίμα, είχε πάρει την θέση της Θάλειας μα σε αντίθεση με εκείνη, ο νεαρός ήταν νεκρός. Μια μεγάλη τομή υπήρχε στο λαιμό του και το αίμα έτρεχε σαν ρυάκι και λέκιαζε τα ρούχα του. Το βλέμμα του ήταν γυάλινο και το πρόσωπό του είχε μια έκφραση φρίκης. Με πόδια να τρέμουν τον πλησίασε και ένιωσε ένα λυγμό να βγαίνει από τα βάθη της ύπαρξης της. Τον έπιασε απ' τους ώμους και τον κούνησε, τότε κάτι ακόμα πιο φρικιαστικό την έκανε να οπισθοχωρήσει. Δίπλα του υπήρχε ένα κομμάτι κρέας πεταμένο, μια ανθρώπινη γλώσσα και ήταν η δική του.
Ένιωθε να ζαλίζεται και έβγαλε μια κραυγή και τότε άρχισε να τρέχει, να τρέχει μανιασμένα μέχρι που έπεσε σε ένα τοίχο και ένιωσε κάποιον να κινείται πίσω της. Την άρπαξε από πίσω και την πήρε μια αρρωστημένη αγκαλιά δίχως να την αφήσει να δει το πρόσωπό του. Της έπιασε το λαιμό και τον χάιδεψε και της ψιθύρισε στο αυτί "Όσο και να τρέξεις πάντα θα σε πιάνω, όσο και να φεύγεις πάντα θα πέφτεις στην αγκαλιά μου. Ο μικρός δεν έπρεπε να σε είχε κοιτάξει καν είδες τι έπαθε. Και θα ακολουθήσουν κι άλλοι αν δεν προσέξεις". Με το ένα χέρι, της χάιδευε το λαιμό και με το άλλο της έκλεινε το στόμα για να μην ουρλιάζει. Μέχρι που άρχισε να την σφίγγει τόσο πολύ που χάθηκαν όλα από μπροστά της και έτσι ξύπνησε.
Όταν ξύπνησε κατάλαβε ότι έκλαιγε μέσα στον ύπνο της. Ήταν σχεδόν βέβαιη πλέον δεν ήταν απλά όνειρα αυτά που έβλεπε, με κάποιο τρόπο είχαν μια δόση αλήθειας. Αν ο νεαρός ήταν νεκρός τότε σίγουρα είχε δίκιο και τις επόμενες μέρες όλα θα αποκαλύπτονταν.
Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο, έβγαλε τα ρούχα της και άνοιξε το νερό στο κρύο. Έριξε άφθονο νερό πάνω της μέχρι που μούδιασε ολόκληρη ελπίζοντας έτσι να μουδιάσει το μυαλό της και να σταματήσει να σκέφτεται. Αλλά μάταια, βγήκε απ' το μπάνιο τρέμοντας, τόσο από το κρύο νερό όσο και από την φρίκη.
Αποφάσισε πως πρέπει να κοιμηθεί κανονικά, έπρεπε να πάρει τα χάπια του Άλκη και αυτό θα έκανε.
Πήγε στο δωμάτιο και βρήκε τα χάπια πάνω στο κομοδίνο. Πήρε ένα και ήπιε μια γουλιά νερό, δεν θα της έφτανε το ένα ήθελε κάτι παραπάνω τότε πήρε αλλά δύο για να είναι σίγουρη. Λίγο μετά ένιωσε μια έντονη κόπωση, όλα γύρω της γύριζαν δεν πρόλαβε καν να φτάσει στο κρεβάτι, ένα μαύρο πέπλο κάλυψε τα πάντα και το σκοτάδι την ρούφηξε.

Πορφυρά ΌνειραWhere stories live. Discover now