Αναδρομή 3

23 4 2
                                    

Έκλαιγε ακατάπαυστα για ώρες ,ίσως και μέρες μέχρι που στέρεψαν τα δάκρυα της και η οδύνη έγινε μούδιασμα. Ένα μούδιασμα που έφτανε μέχρι τα βάθη της ψυχής της, ο πόνος τότε έγινε βουβός και η απελπισία έδωσε την θέση της σε ένα εκκωφαντικό κενό. Αυτό ήταν πλέον, ένα κενό περίβλημα χωρίς ψυχή, χωρίς ζωή.
Έφερνε και ξανάφερνε στο μυαλό της εκείνο το βράδυ. Την νεκρή κοπέλα ξαπλωμένη στο διπλανό τραπέζι, την λίμνη αίματος να βάφει κόκκινο το πάτωμα. Και μετά εκείνον να την ρίχνει κάτω και να πέφτει πάνω της με μανία. Λυγμοί και ουρλιαχτά να βγαίνουν από το στόμα της, να παλεύει να ξεφύγει. Μα εκείνος ήταν πιο δυνατός, την ακινητοποίησε με ευκολία και την βίασε.
Της προκάλεσε πόνο και φάνηκε να το διασκεδάζει και εκείνη σιγά σιγά έσβηνε, χανόταν. Μέχρι που έπαψε να υπάρχει και τότε εκείνος σταμάτησε αλλά για εκείνη δεν είχε σημασία, ήταν πια αργά.
Όταν το αρρωστημένο του παιχνίδι τελείωσε την πήρε αγκαλιά και την μετέφερε στο κελί της και την άφησε εκεί μόνη χωρίς να της πει ούτε μια λέξη. Είχε να τον δει από τότε, δεν της έφερνε ούτε καν φαγητό. Δεν την ενδιέφερε, όμως. Το φαγητό ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε. Κι ακόμα λιγότερο το να τον δει. Έτρεμε στην ιδέα ότι ίσως ξαναγυρίσει και της κάνει κακό, ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να το αποφύγει. Κάποτε θα τον έβλεπε.
Ήχος βημάτων ακούστηκε απ' έξω και κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα. Ο δαίμονας θα επέστρεφε και ο εφιάλτης θα ξεκινούσε ξανά και ξανά. Η πόρτα άνοιξε και είδε την σκιά του στο χαμηλό φωτισμό που έμπαινε από τον διάδρομο. Έμεινε για λίγο εκεί να την κοιτάει χωρίς να μιλάει, χωρίς να κινείται. Φάνηκε να σκέφτεται να θέλει να της πει κάτι. Εκείνη είχε μαζευτεί σε μια γωνιά και είχε μαζέψει τα πόδια της στο στήθος. Ήταν η πιο αμυντική στάση που μπορούσε να πάρει. Έτρεμε, μα τον κοιτούσε κι εκείνη, σχεδόν τον παρακαλούσε με το βλέμμα της να μην της κάνει άλλο κακό.
Τότε εκείνος πλησίασε και εκείνη μαζεύτηκε ακόμα πιο πολύ και ούρλιαξε.
"Πριγκίπισσα, μην φοβάσαι, δεν θα σε πειράξω ξανά, στο υπόσχομαι. Βγήκα εκτός εαυτού εκείνο το βράδυ, δεν είσαι σαν τις άλλες, το ξέρω. Σ αγαπώ, σ αγαπώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Συγχώρησε με". Πλησίασε ακόμα περισσότερο και έκατσε στα γόνατα δίπλα του, όμως δεν την άγγιζε απλά την κοιτούσε με ικετευτικό βλέμμα.
Εκείνη δεν μίλησε απλά έθαψε το κεφάλι στα χέρια της και έβαλε τα κλάματα.
"Σε παρακαλώ μην κλαις. Έχω κάτι να σου πω. Κάτι σημαντικό και για τους δυο μας. Κάτι που θα μας φέρει ένα βήμα πιο κοντά στην ευτυχία"
Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε με τα δάκρυα να αυλακώνουν τα μάτια της. Μια ελπίδα τρύπωσε στην καρδιά της. Ήλπιζε ότι όντως θα είναι καλά τα νέα που θα της πει. Ίσως ότι θα την αφήσει να φύγει.
"Φαντάζομαι ότι έχεις χάσει την αίσθηση του χρόνου εδώ μέσα, αλλά έχει περάσει πάνω από ένας μήνας που σε έχω κοντά μου. Ήταν κάτι σαν μήνας του μέλιτος για εμένα, αν εξαιρέσεις κάποια μικροεπεισόδια, και ξέρω ότι θα έρθουν και πολύ καλύτερες μέρες όταν συνειδητοποιήσεις τα αισθήματα σου για μένα. Το τελευταίο εμπόδιο ανάμεσα μας πλέον έφυγε, εκείνος ο αχρείος που σου κόλλαγε είναι πια παρελθόν. Σε λίγες ώρες θα τον βρουν σε ένα χαντάκι με κομμένη γλώσσα και ένα σημείωμα γραμμένο με το αίμα του. Έχει φτάσει η τελική φάση πριγκίπισσα, σε λίγες μέρες θα φύγουμε από εδώ, θα σε πάρω μακριά και θα ζήσουμε ευτυχισμένοι"
Μία κραυγή βγήκε από το στόμα της. Δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να νιώσει περισσότερο πόνο από αυτόν που είχε νιώσει όταν την βίασε ο δαίμονας, μα μόλις κατάλαβε ότι γινόταν. Είχε σκοτώσει τον μόνο άντρα που αγάπησε ποτέ, αυτόν που ήθελε να παντρευτεί και να ζήσει μαζί του ως τα βαθιά της γεράματα. Η σκέψη του ήταν αυτή που την κρατούσε ζωντανή τόσο καιρό. Η μορφή του ήταν το μόνο φωτεινό σημείο στο σκοτάδι του κελιού της. Πλέον όλα χάθηκαν.
Ο δαίμονας προσπάθησε να την ηρεμήσει μα μάταια, την είχε πλέον συντρίψει. Την είχε κόψει κομμάτια και τα είχε σκορπίσει σαδιστικά στους τέσσερις ορίζοντες.
Πέρασαν ώρες μέχρι που μια συνειδητοποίηση την έκανε να βουλιάξει ακόμα πιο βαθιά στην απελπισία. Εκείνος της είχε πει ότι είχε περάσει πάνω από ένας μήνας από τότε την έφερε εδώ, και εκείνη είχε πάντα σταθερό κύκλο. Όχι δεν είναι δυνατόν, όχι θεέ μου, βοήθησε με σε παρακαλώ. Ήταν τα λόγια της μόλις κατάλαβε τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να περιμένει, να περιμένει και να προσεύχεται και ισως τελικά έκανε λάθος. Κι έτσι βυθίστηκε ακόμα πιο βαθιά στην απελπισία, μέχρι που την ρούφηξε το σκοτάδι.

Πορφυρά ΌνειραWhere stories live. Discover now