Αναδρομή 4

11 3 0
                                    

Τα όνειρα της είχαν γίνει πια εφιάλτες, σκοτεινοί εφιάλτες που την κατέτρεχαν παντού. Άκουγε συνεχώς κλάματα μωρού και φανταζόταν πως η κοιλιά της είχε μεγαλώσει. Είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες από το σκοτεινό εκείνο βράδυ, πλέον της έφερνε φαγητό κάθε μέρα και εκείνη το καταβρόχθιζε με απληστία. Όταν τελείωνε το γεύμα της έσκυβε στο πλάι και έκανε εμετό, δεν μπορούσε να κρατήσει τίποτα στο στομάχι της. Ο δαίμονας της είχε φέρει ένα κουβά και μερικές καθαρές πετσέτες και έδειχνε ανήσυχος κάθε φορά που την επισκέπτονταν. Πίστευε ότι είχε κολλήσει κάποια ίωση ή πως ήταν κάτι ψυχοσωματικό, αλλά εκείνη ήξερε τι ήταν και σύντομα θα το μάθαινε κι εκείνος, δεν θα μπορούσε να το κρύβει για πολύ ακόμα.

Η πόρτα άνοιξε κι εκείνος μπήκε μέσα με έναν δίσκο και μερικές πετσέτες. Πήγε προς το μέρος της και άφησε το φαγητό στο πάτωμα.

"Γλυκιά μου, πώς είσαι σήμερα; Ξέρεις ανησυχώ πολύ που είσαι έτσι, δεν μπορώ να σε βλέπω να υποφέρεις." της είπε και χάιδεψε σχεδόν στοργικά τα μαλλιά της. Εκείνη απέστρεψε το βλέμμα της και προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά του.

"Καταλαβαίνω πως έχεις κουραστεί και δεν είσαι καλά, φαίνεσαι χλωμή και έχεις αποστεωθεί. Θέλω να κάνω κάτι για να νιώσεις πιο καλά. Αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς ότι θα είσαι φρόνιμη δεν θέλω να είμαι βίαιος" πλέον είχε φτάσει πολύ κοντά της σχεδόν της ψιθύριζε στο αυτί και της χάιδευε με τα ακροδάχτυλα του το μπράτσο.
Τότε τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ ως τότε, είχε ανοιχτόχρωμα μάτια δεν μπορούσε να δει ακριβώς το χρώμα στο λιγοστό φως, μα μπορούσε να καταλάβει από την λάμψη τους. Το βλέμμα του ήταν έξυπνο και κοφτερό, έμοιαζε έξυπνος άντρας, μέσα του όμως είδε και τόσα κρυμμένα και διεστραμμένα ένστικτα. Την κοιτούσε με λαχτάρα, με έναν πρωτόγονο πόθο, σαν να ήταν ένα σπάνιο θήραμα και εκείνος ο κυνηγός. Ανατρίχιασε ολόκληρη και δεν άντεξε να τον κοίτα άλλο. Αλλά του έκανε ένα θετικό νεύμα με το κεφάλι και κοίταξε το πάτωμα.
"Χαίρομαι που συνεννοούμαστε. Θα σε πάρω πάνω για να μπορεσεις να κάνεις ένα ζεστό μπάνιο και θα σου δώσω καθαρά ρούχα. Βρήκα ένα παλιό κρεβάτι λίγο πιο άνετο από το στρώμα που κοιμάσαι τώρα και θα το φέρω εδώ, ώστε να είσαι πιο άνετα." την έπιασε από το χέρι και την σήκωσε όρθια με τόση ευκολία, ήταν μεγαλόσωμος, ψηλός και γεροδεμένος, δεν θα μπορούσε εύκολα να του ξεφύγει σε μια μάχη.
Άνοιξε την πόρτα και κρατώντας την ακόμα από το χέρι την οδήγησε πάνω στο χωρο που ήθελε να διαγράψει από το μυαλό της για πάντα. Όλα ήταν διαφορετικά εκεί πλέον, το τραπέζι με το νεκρό σώμα της κοπέλας έλειπε εντελώς και τα έπιπλα ήταν τοποθετημένα σε σωστές θέσεις. Δεν υπήρχε ίχνος αίματος πουθενά και έλειπε το χαλί από το πάτωμα, το οποίο είχε άλικο χρώμα όταν το είδε τελευταία φορά.
Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της για αποδιώξει την εικόνα του να είναι πάνω της, να την ατιμάζει. Εκείνος σαν να κατάλαβε την αποστροφή της, της άφησε το χέρι και απομακρυνθηκε λιγάκι. Στον ίδιο χώρο υπήρχε μια πόρτα και πίσω της ήταν ένα μικρό μπάνιο. Υπήρχε μια μεγάλη μπανιέρα γεμάτη ήδη με νερό που άχνιζε και υδρατμοί είχαν καλύψει τους καθρέφτες.
Πόσο καιρό είχε να κάνει μπάνιο; Και πόσο το είχε ανάγκη; Οταν μπήκαν στο μπάνιο εκείνη έμεινε σαν αποχαυνωμενη να κοίτα το νερό και εκείνος πίσω της δεν μιλούσε για λίγο, ήταν σαν να την παρατηρούσε, σαν να ρουφούσε άπληστα κάθε της κίνηση κάθε της βλέμμα.
"Βγάλε αυτά τα κουρέλια, πριγκίπισσα, και θα σου δώσω να φορέσεις κάτι καθαρό." πήγε κοντά της και την άγγιξε με σκοπό να της βγάλει το κουρέλι που φορούσε πάνω της. Εκείνη πετάχτηκε πίσω και ούρλιαξε "ΟΧΙΙΙΙΙΙ, ΦΎΓΕ ΜΑΚΡΙΆ, ΜΗΝ ΜΕ ΑΓΓΙΖΕΙΣ"
"Γλυκιά μου δεν θα σου κάνω κακό, απλά βγάλε τα ρούχα και μπες στην μπανιέρα δεν θα σε αγγίξω"
"Όχι βγες έξω αλλιώς δεν κάνω τίποτα" του είπε απειλητικά.
"Εντάξει αν χρειαστείς κάτι φώναξε με θα είμαι έξω" είπε και έφυγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
Ένιωσε τόση ανακούφιση, δεν περίμενε να τον πείσει. Περίμενε ότι θα έκανε πάλι κάποια κίνηση, ότι θα την πληγωνε για άλλη μια φορά. Κοίταξε γύρω της δεν υπήρχε παράθυρο στο μπάνιο και είχε την παράξενη αίσθηση ότι ακόμα βρισκόταν σε υπόγειο.
Έβγαλε τα ρούχα της και τα πέταξε στο πάτωμα. Ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται πάλι και έτρεξε σχεδόν προς την λεκάνη και έβγαλε ό,τι υπολείμματα φαγητού είχαν μείνει μέσα της.
Σηκώθηκε και πήγε στο νιπτήρα, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της και ένιωσε ήδη λίγο καλύτερα. Σήκωσε το βλέμμα της και είδε την θολή, από τους υδρατμούς, αντανάκλαση της στον καθρέφτη. Σκούπισε με το χερι της την υγρασία και κοιταχτηκε. Ήταν μια σκιά του εαυτού της, είχε χάσει πολλά κιλά και το πρόσωπό της είχε χάσει όλη την φρεσκάδα του. Τα χείλια της είχαν ανοίξει και τα μάτια της είχαν έντονους μαύρους κύκλους, τα άλλοτε λαμπερά μαύρα μαλλιά της πλέον ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι από τρίχες. Το σώμα της ήταν ισχνό και μικροί μαύροι μώλωπες κάλυπταν τα μπράτσα και τα πόδια της.
Το βλέμμα της ομως πλανηθηκε για λίγο στην κοιλιά της, δεν ήταν πια επίπεδη, παρότι ήταν αποστεωμένη. Φαινόταν μια μικρή καμπύλη να σχηματίζεται από την καινούργια ζωή που κουβαλούσε μέσα της. Άγγιξε το σημείο και έκλεισε τα μάτια, ήταν ο καρπός μια αποτρόπαιης πράξης μα ήταν κάτι δικό της και έπρεπε με κάθε τρόπο να φύγει από εκεί μέσα για να σωθούν και οι δύο.
Μπήκε μεσα στην μπανιερα και βούλιαξε στο ζεστό ,ακόμα, νερό. Ήταν ευεργετικό και πολύ ευχάριστο. Ένιωσε το σώμα της πιο ελαφρύ και καθησε πίσω κλείνοντας τα μάτια της. Η ζωή της είχε καταστραφεί, όλα είχαν τιναχτεί στον αέρα και εκεινη πια ένιωθε μια τόση ηρεμία σαν να μην ήταν πλέον εκεί. Σαν να είχε εξαϋλωθεί το σώμα της και να πετούσε.
Υπάρχει άλλη λύση, σκέφτηκε, για να σωθώ κι εγώ και το μωρό. Και έτσι βύθισε το κεφάλι της μεσα στο νερό με ένα μεγάλο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο της και την καρδιά της πιο ελαφριά από ποτέ. Κι έμεινε εκεί μέχρι που ο αέρας ήταν λιγοστός και η ελαφρότητα πιο μεγάλη.

Πορφυρά ΌνειραDonde viven las historias. Descúbrelo ahora