Κεφάλαιο 2

36 10 0
                                    

Ένα ενοχλητικό επαναλαμβανόμενο κουδούνισμα ακούγονταν από μακριά ή όχι και τόσο. Γύρισε πλευρό, αγνοώντας το,αλλά εκείνο επέμενε. Ποιος στο καλό είναι τέτοια ώρα, σκέφτηκε μέσα στον ύπνο της, είναι Σάββατο. Είχε καταφέρει να κοιμηθεί ελάχιστα μέσα στην νύχτα και ήταν πτώμα. Σηκώθηκε βαριεστημένα και πήγε στην κουζίνα. Το τηλέφωνο είχε πια σταματήσει να χτυπά, αλλά λόγω της επιμονής ήθελε να δει ποιος ήταν.

Άνοιξε το ιστορικό των κλήσεων και είδε πως ήταν από την κλινική. Κρύος ιδρώτας την έλουσε. "Ωχ όχι, μαμά", αναφώνησε. Μακάρι να είναι όλα καλά, μακάρι να μην έγινε πάλι κάτι.
Πήρε κατευθείαν τηλέφωνο στην κλινική, με ένα κακό συναίσθημα να την κατακλύζει. Χτυπάει μια, δυο, τρεις και παράλληλα οι χτυποι της καρδιάς της γίνονται όλο και πιο δυνατοί. Στο τέταρτο χτύπημα ακούγεται μια γυναικεία φωνή. "Καλημέρα σας, ψυχιατρική κλινική Αγία Όλγα. Λέγεται παρακαλώ"
"Καλημέρα. Ονομάζομαι Τριανταφύλλου Άρτεμις. Με καλέσατε νωρίτερα, φαντάζομαι για την μητέρα μου, Ελπίδα Τριανταφύλλου. Είναι όλα καλά; Συνέβη κάτι; Πείτε μου σας παρακαλώ" είπε με τρεμαμενη φωνή. Πλέον από το άγχος και τον φόβο είχε πονοκέφαλο. Δεν είχε άλλον άνθρωπο στον κόσμο εκτός από εκείνη και ήταν τόσο εύθραυστη η κατάσταση της υγείας της, που όλα ήταν πιθανά.
" Ναι σας καλέσαμε νωρίτερα διότι η κυρία Ελπίδα έπαθε μια κρίση, λίγο πιο έντονα από τις άλλες φορές. Έγινε επιθετική και την έχουν σε απομόνωση. Θα μπορούσατε να έρθετε όσο το δυνατόν πιο σύντομα εδώ για να μιλήσετε με τους γιατρούς;", είπε με μια συμπόνια στην φωνή, που έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο βαριά.
" Έρχομαι αμέσως, ευχαριστώ πολύ", είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Δόξα το θεό δεν είναι κάτι το ανεπανόρθωτο. Πάλι κρίση, όμως, είχε τόσο καιρό να πάθει. Οι γιατροί έλεγαν ότι πήγαινε τόσο καλά, είχαν μειωθεί τα φάρμακα, είχε συναίσθηση της πραγματικότητας αρκετά συχνά.
Ντυθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και έφυγε για την κλινική.
Πόσο μουντά είναι τα νοσοκομεία. Όλα άσπρα και αποστειρωμένα. Ειδικά οι ψυχιατρικές πτέρυγες αποπνέουν μια θλίψη τόσο έντονη. Μπαίνοντας μέσα νιώθεις πώς μπαίνεις σε ένα άδυτο όπου ο ανθρώπινος νους έχει διαστρεβλωθεί, όπου το υποσυνείδητο έχει κυριεύσει όλη την ύπαρξη των ανθρώπων και τους έχει κάνει ανυμπορους να αντιμετωπίσουν την ζωή. Κάποιοι γίνονται ζώα, ανοίγει η πόρτα του μυαλού τους που κρατά τα ζωώδη ένστικτα τους και τα αφήνει να βγουν προς τα έξω. Κάποιοι άλλοι κλείνονται στον εαυτό τους, συνήθως είναι αυτοί που έχουν υποστεί ένα μεγάλο σοκ. Κάποιοι άλλοι χάνουν τελείως την ταυτότητα τους, δεν θυμούνται κανέναν και τιποτα και ίσως αυτοί έχουν την πιο θλιβερή μοίρα.
Η μητέρα της Αρτέμιδος ανήκε στην δεύτερη κατηγορία. Είχε υποστεί κάποιο μεγάλο σοκ και είχε φτάσει σε σημείο να φοβάται τους πάντες και τα πάντα. Όταν ήταν μικρή θυμάται συνέχεια την μητέρα της ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι, είτε να κλαίει, είτε να κοίτα το κενό. Πάντα της έλεγε ότι οι άνθρωποι δεν είναι αυτό που δείχνουν και όταν μεγαλώσει θα καταλάβει.
Την μεγάλωσε η γιαγιά της, η οποία ήταν μια πολύ δυνατή γυναίκα και στάθηκε και μάνα και πατέρας για εκείνη. Ανέλαβε τόσο την διαπαιδαγώγηση της, όσο και την φροντίδα της μητέρας της. Όσο περνούσαν τα χρόνια, όμως, η μητέρα της χειροτέρευε. Έβλεπε παντού εχθρούς, νόμιζε ότι κάποιος θα έρθει και θα της κάνει κακό. Η Άρτεμις δεν έμαθε ποτέ το λόγο, που η μητέρα της είχε παρανοήσει. Ούτε η γιαγιά της, ούτε η ίδια δεν της αποκάλυψαν ποτέ τίποτα, όσο και αν ρωτούσε, όσο και να εκλιπαρούσε.
Ένα βράδυ, λοιπόν, λίγες μέρες πριν το πάρτι γενεθλίων για τα δέκατα όγδοα γενέθλια της, η Ελπίδα υποτροπίασε πήρε ένα μαχαίρι και έκοψε τις φλέβες της. Η Άρτεμις την βρήκε μέσα σε ένα λουτρό αίματος να ζει οριακά και έτσι την μετέφεραν στο νοσοκομείο και μετά στην ψυχιατρική κλινική, καθώς πλέον ήταν επικίνδυνη και για τον εαυτό της και για τους άλλους.
Η γιαγιά της έπεσε σε βαριά κατάθλιψη μετά από όλο αυτό. Δεν άντεχε να βλέπει την μονάκριβη κόρη της σε τέτοια κατάσταση. Δύο χρόνια μετά έφυγε και εκείνη από κοντά της, την κατέβαλε η θλίψη και ο πόνος. Η Άρτεμις έμεινε μόνη της στην ζωή, δεν υπήρχε κανένας κοντινός συγγενής. Ο πατέρας της είχε πεθάνει σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα όταν είναι ακόμα μωρό. Το μόνο που της είχε μείνει πλέον ήταν η μητέρα της και την αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.
Μόλις έφτασε στην κλινική άρχισε να τρέχει, ήθελε να την δει, να δει αν είναι όλα όντως καλά. Πήγε στην γραμματεία για να δει που την έχουν μεταφέρει.
"Πείτε μου σας παρακαλώ η Ελπίδα Τριανταφύλλου που είναι; Πρέπει να την δω αμέσως.", δεν έβγαζαν απόλυτο νόημα τα όσα έλεγε το ήξερε αλλά έπρεπε να την δει.
"Ηρεμήστε παρακαλώ. Η κυρία Τριανταφύλλου είναι στην απομόνωση δεν είναι εφικτό να την δείτε τώρα" είπε η κυρία με καθησυχαστικη φωνή σαν να μιλούσε σε ασθενή και όχι σε επισκέπτη.
" Μα τι μου λέτε τώρα; Πώς να ηρεμήσω; Είναι η μητέρα μου πρέπει να την δω αμέσως. " άρχισε να φωνάζει.
" Σας παρακαλώ δεσποινίς ηρέμησε. Καταλαβαίνω ότι είστε αγχωμένη αλλά σας διαβεβαιώ ότι είναι σε καλά χέρια" η κυρία είχε αρχίσει να τρομάζει από την αντίδραση της, ήταν σε κατάσταση αλλοφροσύνης.
Μέσα σε όλο αυτό το χαμό, με την Άρτεμη να ωρύεται και την γραμματέα να προσπαθεί να την ηρεμήσει, εμφανίζεται ένας κύριος, ήταν ο θεράπων ιατρός της κυρίας Ελπίδας. Τον είδε να πλησιάζει. Ήταν κάτω από σαράντα, ψηλός, μελαχρινός με μια υποψία γκρίζων κροτάφων και όμορφα μπλε μάτια. Πάντα τον θαύμασε η Αρτεμις, είχαν εξαρχής συνάψει μια φιλική σχέση, πέραν του επαγγελματικού ενδιαφέροντος. Οι συζητήσεις τους τόσο για την μητέρας της, όσο και γενικά για την ζωή, ήταν πάντα ποιοτικές. Πάνω απ όλα όμως ήταν ένας σωστός επιστήμονας και είχε σίγουρα βοηθήσει την μητέρα της να βελτιωθεί και σε δεύτερη φάση ήταν ένας καλός φίλος , ο οποίος ήταν πάντα δίπλα της.
"Δεσποινίς Αρτεμη σας παρακαλώ ηρεμήστε. Θυμηθείτε ότι είστε σε ψυχιατρική κλινική και πως οι ασθενείς μας χρειάζονται ησυχία. Ελάτε μαζί μου" είχε κάτι το μαγικό στην φωνή του αυτός ο άνθρωπος, ήταν σαν να σε υπνώτιζε, σκέφτηκε. Είχε την ικανότητα να σε ηρεμεί με μια δυο λέξεις που θα έλεγε, χάθηκε για λίγο στις σκέψεις της, περπατώντας δίπλα του στους διαδρόμους.
Κατευθύνθηκαν προς το γραφείο του και έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Εκείνη ήταν φοβερά αναστατωμένη. Ήθελε να δει την μητέρα της, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι, θα αναγκαζόταν τελικά να ακούσει τον γιατρό.
"Δεν έπρεπε να ξεσπάσεις έτσι πριν, είσαι μια δυνατή γυναίκα και δεν έχεις την πολυτέλεια να χάνεις τον έλεγχο." την μάλωσε και είχε δίκιο, τώρα ο τόνος του ήταν πιο οικείος, όπως ήταν συνήθως μεταξύ τους, μα στο νοσοκομείο ήθελε να κρατάει τα προσχήματα.
"Το ξέρω Άλκη αλλά αναστατώθηκα πολύ. Πες μου σε παρακαλώ τι συνέβη; Είναι καλά; " είπε με έκδηλη την ανησυχία στην φωνή της αλλά με ένα πιο ήρεμο τόνο πλέον.
"Η κυρία Ελπίδα είναι καλά σωματικά. Δεν έκανε απόπειρα ούτε έβλαψε με κάποιον τρόπο είτε τον εαυτό της είτε κάποιον άλλο. Αλλά η ψυχική της κατάσταση χειροτέρεψε αισθητά. Έπαθε κρίση και δεν άφηνε κανέναν να την πλησιάσει, φοβουμενη ότι θα την σκοτώσουν. Λυπάμαι αλλά δεν ξέρω αν θα επανέλθει μετά από όλο αυτό. " κι όντως η φωνή του έδειχνε πως λυπόταν. Είχε καταβάλει τεράστιες προσπάθειες για να γιατρέψει την μητέρα της και όλα μάταια τελικά.
" Τι το πυροδότησε όλο αυτό όμως; Πριν λίγες μέρες που είχα έρθει ήταν μια χαρα. Μέχρι που μου γέλασε και είπε ότι θέλει να γίνει καλά και να έρθει σπίτι" η φωνή της έσπασε, όχι δεν θα έβαζε τα κλάματα, δεν πρέπει να δείχνει αδύναμη.
"Ακόμα δεν έχουμε ανακαλύψει τι είδε ή τι άκουσε. Δεν είναι σε κατάσταση να μιλήσει και ούτε με αφήνει να πλησιάσω. Την έχουμε ναρκώσει για την ώρα. Σε λίγο θα συνέλθει οπότε αν θέλεις μπορείς να την δεις για δέκα λεπτά και από μακριά. Είναι για το καλο σου και το καλό της σε αυτή τη φάση"
" Καταλαβαίνω. Ευχαριστώ για όλα. Έχεις σταθεί δίπλα της και δίπλα μου ενώ είσαι απλά ένας ξένος. " ένα μικρό δάκρυ κύλησε απ τα μάτια της αλλά γύρισε το πρόσωπό της για να μην το δει.
" Η φροντίδα της μητέρας σου είναι η δουλειά μου, οπότε υποχρεουμαι από τον όρκο που έχω πάρει να την κάνω όσο πιο καλά μπορώ. Όσο για εμάς νομίζω ότι έχουμε γίνει φίλοι μετά από τόσο καιρό και έχω μάθει να στηρίζω τους φίλους μου. Προσπάθησε να είσαι δυνατή, ξέρω ότι είναι ο μόνος συγγενής που έχεις, αλλα σε χρειάζεται και πρέπει να είσαι εκεί." φυσικά είχε δίκιο. Πάντα είχε δίκιο και πάντα ήξερε τι να πει για να την ηρεμήσει." Δεν μου φαίνεσαι και πολύ καλά, όμως, σαν να μην κοιμάσαι καλά" την κοίταζε έντονα.
" Πώς είναι δυνατόν να τα ξέρεις όλα, μου λες;" πραγματικά ήταν εκνευριστικό ώρες ώρες.
" Είναι η δουλειά μου να παρατηρώ τους ασθενείς και να ξέρω πριν μου πουν τι έχουν" είπε με ένα μειδίαμα.
" Εγώ όμως δεν είμαι ασθενής σου. Μπορώ να πάω να την δω σε παρακαλώ"
Ίσως έπρεπε να του πει για τα όνειρα μπορεί να την βοηθούσε τελικά, αλλά όχι δεν ήθελε να την περάσει για τρελή, έπρεπε να είναι δυνατή.
" Εντάξει δεν σε πιέζω αλλά να ξέρεις είμαι πάντα εδώ για σένα. Πάμε ναι αλλά μόνο για δέκα λεπτά"
Κούνησε το κεφάλι καταφατικά και βγήκαν απ το γραφείο. Πήγαν προς τα ασανσέρ, απ' ότι φαίνεται οι απομονωμένες πτέρυγες ήταν στο υπόγειο. Κατέβηκαν σιωπηλοί στο μείον ένα και σταμάτησαν. Βγαίνοντας ανατρίχιασε, αν θεωρούσε μια φορά θλιβερό το θέαμα στους κυρίους ορόφους, η απομόνωση φάνταζε βγαλμένη από ταινία τρόμου. Ένα λευκό φως τους τυφλώνε και μπροστά ξεχύνονταν διάδρομοι με πόρτες ατσαλινες, οι οποίες ποιος ξέρει τι έκρυβαν πίσω τους.
"Ήταν απαραίτητο να την βάλετε εδώ;" δεν ήθελε να την σκέφτεται σε ένα σκοτεινό δωμάτιο μόνη.
"Δεν είναι ευχάριστο για κανέναν μας αλλά είναι η πολιτική της κλινικής." είχε δίκιο δεν έφταιγε σε κάτι ο γιατρός, μα και πάλι εκείνη,δεν το άντεχε.
Έφτασαν μπροστά από μία πόρτα ίδια με τις άλλες. Είχε ένα μικρό παράθυρο πάνω της που άνοιγε. Σαν αυτά που υπάρχουν στις ταινίες. Ο γιατρός το άνοιξε κοίταξε μέσα και γύρισε και της είπε " μου φαίνεται ότι συνέρχεται, ίσως την ωφελήσει η επίσκεψη σου. Μπες μέσα εγώ θα μείνω εδώ αν χρειαστείς κάτι χτυπά και φώναξε με. Και ήρεμα ε;"
Σιωπηλή πέρασε την πόρτα και αντίκρισε ένα θέαμα που θα χαρασσόταν για πάντα στο μυαλό της, η μητέρα της δεμένη στο κρεβάτι, τόσο υποτονική και ταλαιπωρημένη, και τόσο μα τόσο εύθραυστη. Ήθελε να την αγκαλιάσει, να την φιλήσει, να της πει πως όλα θα πάνε καλά, αλλά δεν ήξερε αν θα αντιδράσει αρνητικά σε αυτό. Ο γιατρός είπε ότι δεν αφήνει κανέναν να την πλησιάσει.
"Μανούλα, μανούλα μου. Τι κάνεις; Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα." άρχισε να ψιθυρίζει, προσπαθώντας να κρατήσει τα δάκρυα της.
"Μην τον αφήσεις να σε αγγίξει, θα σε μολύνει όπως μόλυνε εμένα. Δεν μπορείς να τον κερδίσεις είναι πιο δυνατός, πιο γρήγορος. Αν σε πιάσει δεν έχεις ελπίδα."
Μιλούσε σαν να ήταν υπνωτισμένη.
" ποιος μανούλα μου; τι λες;" χριστέ μου είναι όντως σε κακή κατάσταση, σκέφτηκε.
" ακούς τι σου λέω. Δεν θα γλυτώσεις. Κρύψου φύγε, φύγε μακριά μου. Είμαι μολυσμένη θα κολλήσεις. " άρχισε να φωνάζει και να χτυπιέται.
Πήγε κοντά να την ηρεμήσει να την πάρει αγκαλιά, "ηρέμησε σε παρακαλώ, δεν είσαι μολυσμένη"
Όταν την άγγιξε, η μητέρα της άλλαξε ύφος ήταν σαν να έβλεπε μπροστά της μια ξένη, ένα πρόσωπο επικίνδυνο. Στα μάτια της ζωγραφίστηκε ένας πηγαίος τρόμος, κοκκαλωσε και τότε άρχισε να ουρλιάζει με όλη της τη δύναμη. "Δεν θέλω να πεθάνω, δεν πρέπει να πεθάνω, πρέπει να βρω την κόρη μου... Πρέπει να μάθει τα πάντα..."
Η Άρτεμις έκανε ένα βήμα πίσω και τότε μπήκε μέσα ο γιατρός, "τι πρέπει να μάθω μητέρα; πες μου σε παρακαλώ." είχε την ελπίδα ότι μάθει την αλήθεια.
Δύο δυνατά χέρια όμως την έπιασαν και άκουσε μια φωνή να της λέει." πάμε πρέπει να φύγεις, δεν της κάνεις καλό." Τα ουρλιαχτά δεν σταματούσαν και συνέχισε να χτυπιέται "Άρτεμη.. Πρέπει να μάθεις , να φυλαχτείς" συνέχισε το παραλήρημα.
Ο γιατρός έβγαλε την Άρτεμη στον διάδρομο και δύο νοσοκόμοι μπήκαν στο δωμάτιο της μητέρας της "Ναρκώστε την" έδωσε εντολή ο γιατρός. Λίγο μετά σταμάτησαν τα ουρλιαχτά.
Τότε έβαλε τα κλάματα, έκλαιγε όσο δεν έχει κλάψει τόσο καιρό. Ο Άλκης έμεινε να την κοιτάζει και τότε την πήρε αγκαλιά και την έσφιξε. "Πάμε στο γραφείο, έλα σε παρακαλώ ηρέμησε"
Ολα ήταν θολά γύρω της, περπατούσε μηχανικά. Μπήκαν στο γραφείο την έβαλε να κάτσει απέναντι του και της έδωσε λίγο νερό και ένα μαντήλι. Είχε σταματήσει να κλαίει, μάλλον κάποτε στερεύουν τα δάκρυα, σκέφτηκε.
"Άκουσα την συνομιλια σας, η μητέρα σου σε μικρή ηλικία είχε υποστεί κάποιο μεγάλο σοκ που την έφερε σταδιακά στο σήμερα. Δεν έχει μιλήσει σε κανέναν για όλο αυτό, ούτε σε μένα, ούτε στον προκάτοχό μου. Έχουμε καταλάβει μόνο μερικά κομμάτια της ιστορίας. Αλλά και πάλι όλα είναι υποθέσεις. "
" Η μόνη που γνώριζε ήταν η γιαγιά μου αλλά δεν μου είπε τίποτα όπως ξέρεις ήδη" έκανε μια παύση." γιατί με φοβάται;"
" Απ' ότι φαίνεται δεν έχει στιγμές διαύγειας πλέον. Είναι συνεχώς κλεισμένη στο υποσυνείδητο της. Δεν φοβάται εσένα, φοβάται τα πάντα. Δεν θέλω να σε ταράξω πιο πολύ, αλλά δεν συνιστώ να την επισκέπτεσαι για λίγο καιρό. Πρέπει να ακολουθήσουμε μια αγωγή και απ ότι φαίνεται το να βλέπει άτομα την φορτίζει συναισθηματικά και δεν πρέπει. " είπε με αυστηρό ύφος για να γίνει κατανοητό ότι δεν σηκώνει αντιρρήσεις.
" Αν είναι για το καλο της εντάξει. Δεν μπορώ να την βλέπω έτσι. Με διαλύει όλο αυτό. Πες μου ότι μπορεί να γίνει κάτι" η αγωνία και ο πόνος την είχαν κατακλύσει.
" Ξέρεις ότι θα κάνω ό,τι περνάει απ το χέρι μου για να την κάνω καλά" ήξερε βαθιά μέσα της ότι αν δεν μπορούσε να την βοηθήσει εκείνος, κανένας δεν θα μπορούσε.
" Σε ευχαριστώ για όλα και πάλι, δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα" Ήταν πραγματικά ευγνώμων, ήταν ο μόνος φίλος που είχε. Σηκώθηκε να φύγει, τον φίλησε σταυρωτά και πήγε προς την πόρτα.
"Αρτεμη, αν θελήσεις να μιλήσεις για αυτό που σε κραταει ξύπνια τα βράδια, εγώ είμαι εδώ. Ξέρεις πού να με βρεις. Κοιμάμαι αργά πάρε ό,τι ώρα θέλεις." φάνηκε η ανησυχία στα μάτια του, ήξερε πως κάτι συμβαίνει.
"Θα το θυμάμαι, γιατρέ" αποκρίθηκε και έφυγε όσο γρήγορα είχε έρθει.
Και εκεινος έμεινε να συλλογιζεται τι κρύβει μέσα της αυτή η τόσο μυστήρια και εντυπωσιακή κοπέλα, την οποία ήθελε τόσο να βοηθήσει και πάντα γλιστρούσε μακριά του. Μήπως έπρεπε να της πει το μυστικό που του εκμυστηρεύτηκε η μητέρα της; Δεν έπρεπε να πατήσει τον όρκο που της έδωσε αλλά και το ιατρικό απόρρητο. Όχι δεν θα της το έλεγε, κάποια πράγματα πρέπει να μένουν βαθιά θαμμένα στο παρελθόν για το καλό όλων.

Πορφυρά ΌνειραHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin