2001

18 1 0
                                    

Τι ευγενικό κορίτσι που ήσουν

Και πολύ χαμογελούσες.

Πόλυ έκλαιγες κάθε μέρα είτε καθόλου για μήνες

Πάνω στους κοκκαλιάρικούς σου ώμους κουβαλούσες πολλά, όχι με χάρη, αλλά με ησυχία

Τι όμορφο κορίτσι που ήσουν, τόσο αγνό!

Δυό μεγάλα μάτια που αντανακλούν τα σύννεφα και ο πρωινός ουρανός της Τρίτης, με τόσο ίδιο γαλανό χρώμα

Σε λέγανε χυδαία αλλά εμπιστεύεσου με, δεν ήσουν

Έρχομαι να σε σώσω

Λυγίζω τον χρόνο και πηδάω ανάμεσα στο σύμπαν

Έρχομαι να σε αρπάξω

Να σε κρατήσω μες τα χέρια μου σφιχτά που τώρα είμαι πιο βαριά σχεδόν εβδομήντα κιλά, να σε κρατήσω εκεί

Να σου πω πως δεν θα σε ξανά αφήσω ποτέ

Να σου χαιδέψω το καραφλό σου κεφάλι και να σου γελάσω για να δεις πως πιά δεν φοβάμαι ρε 'συ

Να σου πω πως αξίζεις να είσαι εδώ και πως αξίζεις να γελάς, πως αξίζεις να τρώς όλο σου το φαγητό και πως αξίζει να πλένεις τα δόντια σου

Να σου πω πως το σώμα μας δεν έχει τιμή να σου πω ποτέ να μην το πουλήσεις

Να σου πω να προσέχεις τον εαυτό σου γιατί θα είναι ο μόνος που θα είμαστε σε αυτή την επήγια ζωή

Να σου σφίξω τα μπράτσα μου να δεις πόσο δυνατή έχω γίνει και να σου δείξω όλα μου τα τατουάζ που τόσο ήθελες να κάνουμε

Ήσουν τόση δα, σαράντα κιλά με το ζόρι

Ελαφριά σαν τον αέρα απαλή σαν τη στάχτη

Πεσμένη στα γόνατα παρακαλώντας για αγάπη

Ούρλιαζες για να σου δώσουν και εσένα λίγη καλοσύνη

Έπερνες την λύπη των άλλων

Και δεν έδινες δεκάρα για την δικιά σου.

Το σώμα σου, ήταν εύθραυστο

Το χέρι σου λεπτό σχεδόν θα έσπαγε κάθε φορά που το έπιαναν δυνατά

Σε άγγιζαν, δεν είπες ποτέ ναι

Δεν είπες ποτέ οκέι

Ποτέ δεν σ'άρεσε

Ποτέ δεν ήθελες

Ποτέ δεν συμφώνησες

Ποτέ δεν ήξερες

Μα χαμογελούσες στην κάμερα

Και έβγαιναν γέλια από το λαιμό σου

Καθώς συνέβαιναν αυτά που σου σκίζαν την ψυχή σε χίλια κομμάτια

Αυτά που λάβωναν το μικροκαμωμένο σου σώμα και το άρρωστο σου μυαλό

Αυτά που έκαναν το αίμα σου να φτάσει στους χίλιους βαθμούς Κελσίου

Χαμογελούσες

Χαμογελούσες

Χαμογελούσες

Πόσο σε λυπάμαι

Γιατί σήμερα στέκεσαι μπροστά τους

Σαν πανύψηλο βουνό

Με τα λαβωμένα με μελάνι και χαρακιές σου χέρια σταυρωμένα

Και το στόμα σου σφιγμένο αποφασιστικά

Μα όταν στέκεσαι ενώπιον σου

Μα όταν στέκεσαι ενώπιον της θλίψης σου

Βάζεις την ουρά στα σκέλια

Κλαίς ξανά σαν να είναι τότε

Και κρύβεσαι κάτω απ'τα παπλώματα

Κουλουριασμένη, μικρή ξανά όπως τότε

Γλυκερία σήκω

Γλυκερία σήκω

Γλυκερία σήκω

Γλυκερία σήκω

Οι περιπέτειες μιας αυτοκτονικής αναρχίαςWhere stories live. Discover now