παιδί

65 3 0
                                    

Ήμουν κάποτε παιδί.

Παίζαμε με τρύπια παπούτσια και φτέρνες μας είχαν σκληρύνει από τα αγκάθια. Ήταν μαύρες από το χώμα και το κυνηγητό που τότε το κυνηγητό ήταν μόνο ένα παιχνίδι.

Χτίζαμε κάστρα στην άμμο και δεντρόσπιτα και παίζαμε μέσα στο νερό μέχρι να πεινάσουμε και να βγούμε έξω για να φάμε τοστ.

Στα παραμύθια ήμασταν οι πριγκίπισσες αλλά δεν χρειαζόμασταν να μας σώσουν οι ιππότες. Ήμασταν φίλες με το δράκο. Φοράγαμε εμείς την πανοπλία και βαστούσαμε σπαθί φτιαγμένο από ξύλο.

Βάζαμε το φόρεμα της θείας και βάφαμε τα νύχια μας και κάναμε τις γυναίκες των λήσταρχων. Αφήναμε το κουκλάκι μωρό πίσω και πυροβολούσαμε τους εχθρούς.

Όταν παίζαμε κλέφτες και αστυνόμοι δεν ήμασταν ποτέ οι αστυνόμοι. Τρέχαμε και γδέρναμε τα γόνατα μας στα χαλίκια. Ανεβαίναμε στο γύρο γύρο και όταν σταματούσαμε βρισκόμασταν σε άλλη εποχή. Τη μια ιππότες, την άλλη αγωνιστές του 1821, την άλλη πειρατές.

Ήμασταν πειρατές του πλοίου "Τσουλήθρα" και δεν αφήναμε τους απλούς ναύτες να ανέβουν. Οι ιππότες του κάστρου "Τραμπάλα" και νικούσαμε τα τέρατα.

Παίζαμε μπάλα μαζί με τα αγόρια και κάναμε καλύτερο τέρμα από αυτούς. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα και στα καρότσια του σούπερ μάρκετ και περνάμε τη κατηφόρα γελώντας τόσο πολύ που πονούσαμε.

Οι φίλοι μας μας ζωγράφιζαν το γύψο όταν σπάγαμε τα κόκκαλα μας. Τον τυλίγαμε με πλαστικές σακούλες για να μπούμε όλοι μαζί στη θάλασσα.

Λέγαμε για πια αγόρια και πια κορίτσια μας άρεσαν όταν παίζαμε στο προαύλιο της εκκλησίας. Πετάγαμε νεράτζια και κουκουνάρια και κρυφτό μέσα στα χωριά. Μας κυνηγούσε η μάνα μας για να πάμε για ύπνο αλλά η γιαγιά μας έλεγε "Άστα. Παιδιά είναι."

Νευριάζαμε όταν μας έλεγαν παιδιά.

Δεν είμαι παιδί. Είμαι μια αμαζόνα με κράνος από χαρτί οπλισμένη με την ελπίδα μου για σπαθί και τα όνειρα μου για ασπίδα. Θα μάχομαι ενάντια στους γονείς και στους δασκάλους και στο να μεγαλώσω και θα προσεύχομαι να μη τελειώσει ποτέ το καλοκαίρι.

Οι περιπέτειες μιας αυτοκτονικής αναρχίαςOnde histórias criam vida. Descubra agora