Ένας μικρός θάνατος

33 2 0
                                    

Όταν πέθανε ο παππούς μου το καλοκαίρι της έκτης δημοτικού, ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου και προσπάθησα να πεθάνω από θερμοπληξία. Ξάπλωσα κάτω από μάλλινες κουβέρτες με τριάντα πέντε βαθμούς κελσίου, και ευχήθηκα να πεθάνω εκείνη τη στιγμή. Μόνο που η μικρή εγώ δεν ήξερε πως το να πεθάνεις έτσι είναι δύσκολο. 

Απλά, ήταν τόσο απεγνωσμένη και λυπημένη που ήθελε να φύγει μακριά από το μίζερο εκείνο σπιτάκι για νότια προάστια της Αθήνας. Με τους γκρίζους κακο-σοβατισμένους τοίχους, στο νούμερο **. Ένα σπίτι που μέσα του κρατούσε την πρώιμη θλίψη της μικρής εγώ, εκείνο το κοριτσάκι με τα γαλάζια μάτια που όλοι κοπλιμεντάρανε για την ομορφιά του. Ένα κοριτσάκι που σε ένα αυτοκόλλητο του ΙΚΕΑ στην πόρτα του μικρού μου δωματίου, κάτω από το σλόγκαν που λέει "Η ζωή είναι ωραία!", το είχε συνεχίσει γράφοντας "αλλά όχι για την Γ."

Πως είναι λοιπόν να θέλεις να πεθάνεις, απ' όταν βγήκες από τη κοιλιά της μάνας σου; Πως είναι για είκοσι ένα χρόνια, να ζεις με κατάθλιψη; Να αποτυγχάνεις στα πάντα, είτε είναι σχολείο, είτε ανθρώπινες σχέσεις, είτε στο να πετύχεις να ζωγραφίσεις μέσα από τις γραμμές στο μπλόκ ζωγραφικής που έπρεπε να αγοράσουμε στην αρχή της σχολικής χρονιάς; Κάποιοι πετάνε ποιητικές πιπολογίες του τύπου Να μην είσαι ποτέ συμβατικός Να πας ενάντια στο ρεύμα Να σκέφτεσαι έξω από το κουτί. Αλλά αυτοί δεν ξέρουν πράγματι πόσο πολύ πονά το περιθώριο.

Να είσαι ένα πλάσμα που τρώει μόνο του φλογέρα τυρί στην κάτω δεξιά γωνία του προαυλίου στο γυμνάσιο, και να χαζεύεις τις πρώτες αλληλεπιδράσεις των συμμαθητών σου μεταξύ τους. Να τους βλέπεις να μαλώνουν, να τα βρίσκουν, να δίνουν πρώτα φιλιά, να δοκιμάζουν τσιγάρο, να δοκιμάζουν αλκοόλ. Αλλά εσύ, η μικρή Γ, μένεις στάσιμη. Αλλά κάποιες φορές περπατάς με δρασκελιές ανάμεσα στο χρόνο και κάνεις ενήλικα πράγματα στα δεκατέσσερα. Όπως πρώτη δουλειά, πρώτα χρήματα, πρώτες φιλίες και μετά να χάσεις τη παρθενιά σου.

Όμως, όπως πολλές γυναίκες, η πρώτη μας φορά δεν ήταν εκατό της εκατό με θέληση. Εμένα, πρώτη μου φορά ήταν δευτέρα γυμνασίου, με ένα μεγαλύτερο από εμένα παιδί, που με θέλησε μόνο και μόνο για την απερισκεψία μου, την κωφότητα της ηλικίας μου, την ανάγκη μου να με αποδεχτούν, και κυρίως για το σώμα μου. Μετά από όταν με ανάγκασε να κάνω ομαδικό σεξ με άλλους τέσσερις άντρες, εγώ έχασα τη ψυχή μου και έμεινα ένα άδειο κέλυφος, ένα κουφάρι, άδεια σαν πουκάμισο από τζιτζίκι το καλοκαίρι. Έγινα περίγελος, και η πουτάνα του σχολείου. Αλλά εκτός από εύκολη και πουτάνα, έγινα ελαφριά σαν στάχτη και με ένα φύσημα ο αέρας θα με έπαιρνε μακριά, μακριά από εδώ. Δεν έτρωγα γιατί είχα ένα γόρδιο δεσμό στο λαρύγγι μου που έκανε την κάθε μπουκιά μου να νιώθει σαν αδυναμία. Έτσι, παράτησα το σχολείο. Παράτησα το μέλλον, γύρισα τη πλάτη μου στις ευκαιρίες και στη ζωή, και ορκίστηκα πως δεν θα έβλεπα τα δεκαοχτώ. Πως θα γάμαγα τη ζωή μου ανάποδα, θα έφτυνα στη μούρη την ελπίδα και θα έφευγα από αυτό το μάταιο κόσμο λάμποντας. 

Οι περιπέτειες μιας αυτοκτονικής αναρχίαςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang