κεφάλαιο 6

609 33 8
                                    

<<Άντε Στέλλα δεν έχουμε όλη την μέρα>> φωνάζει η μητέρα μου από κάτω κλείνω βιαστικά την βαλίτσα μου και κατεβαίνω τις σκάλες. Ευτυχώς ο Άγγελός την παίρνει από το χέρι μου και βγαίνουμε έξω αν και είναι μόλις έξι το πρωί η ζέστη είναι αφόρητη για τέλος Ιουνίου. Βάζω τα γυαλιά μου για να κρύψω τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου καθώς όλο το βράδυ ονειρευόμουν τον Άρη γαμώτο μου. Μπαίνω στο πίσω κάθισμα του suv και κάθομαι αναπαυτικά ενώ η μητέρα μου έρχεται δίπλα μου από την άλλη πλευρά και ο πατέρας μου μπαίνει στην θέση του συνοδηγού. Ευτυχώς φόρεσα ένα τζιν παντελόνι και ένα απλό λευκό μπλουζάκι για να είμαι όσο μπορώ πιο άνετη για τις υπόλοιπες σχεδόν πέντε ώρες τουλάχιστον. Ο Άγγελος βάζει μπροστά και ξεκινάει για την Αθήνα και το ξενοδοχείο στο οποίο θα μείνουμε το βράδυ.

Καθώς το αμάξι μας προχωράει γοργά πάνω στη εθνική οδό βλέπω να μας προσπερνάει ένα γνωστό audi μαύρο και ξέρω πολύ καλά σε ποιον ανήκει αν και δεν μπορώ να δω μέσα από τα φιμέ τζάμια αλλά, και λόγο τις ταχύτητας με την οποία τρέχει. Η καρδία μου σκιρτάει καθώς ξέρω πως αργά ή γρήγορα θα έρθω και πάλι αντιμέτωπη μαζί του κάτι πρέπει να βρω δεν γίνετε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση πρέπει να βρω κάποιον για να απασχολούμαι και να καταφέρω έστω να μην τον σκέφτομαι. Όλη αυτή η κατάσταση των τελευταίων ημερών έχει γίνει αφό-ρητη.

Μετά από σχεδόν πέντε ώρες το αυτοκίνητό μας σταματάει μπροστά από το κεντρικό ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία δίπλα από το Σύνταγμα. Ένας από τους υπαλλήλους ανοίγει την πόρτα και μου δίνει το χέρι του για να κατέβω ενώ ο Άγγελος βοηθάει την μητέρα μου. Ο πατέρας μου ανεβαίνει τις σκάλες του ξενοδοχείου και εμείς το ακολουθούμε ενώ ο υπάλληλος μαζί με τον Άγγελο βγάζουν τις βαλίτσες μας. <<Καλησπέρα σας έχω κάνει κράτηση για τρία δωμάτια στο όνομα Οικονόμου>> λέει ο μπαμπάς μου στην κοπέλα της ρεσεψιόν, του χαμογελάει απαλά και πιάνει δυο κάρτες στα χέρια της <<Ορίστε το διακόσια δέκα δικό σας>> λέει στο πατέρα μου και του δίνει την κάρτα <<Και εσείς το διακόσια δεκαπέντε>> μου λέει και παίρνω την κάρτα- κλειδί μου. <<Ωραία να σας ρωτήσω ο κύριος Άρης Αθανασίου έχει έρθει;>> ρωτάει την κοπέλα ο πατέρας μου και το χαμόγελό της γίνεται πιο πλατύ <<Πριν λίγο μένει στο διακόσια δεκατέσσερα>> απαντάει. Ωραία δίπλα μου τέλεια δεν θα κλείσω μάτι απόψε το βράδυ για ακόμη μια φορά.

Μπαίνουμε στο ασανσέρ και ανεβαίνουμε προς τον όροφο μας μαζί με δυο υπαλλήλους οι οποίοι μας ακολουθούν. Ο πατέρας μου έδωσε άδεια για την υπόλοιπη ημέρα στον Άγγελο για να ξεκουραστεί το δωμάτιο του τουλάχιστον μέχρι την ώρα που θα μας πάει στο γκαλά. <<Θα τα πούμε μετά>> λέω στους γονείς μου και προχωράω προς το δωμάτιό μου ανοίγω την πόρτα και βλέπω ένα τεράστιο χώρο με σαλόνι και vintage έπιπλά τα οποία πρέπει να αξίζουν μια περιουσία. Σε όλο τον χώρο επικρατεί το μπεζ χρώμα και το φυσικό ξύλο προχωράω προς το εσωτερικό όπου ένα τεράστιο King size κρεβάτι είναι στην μέση και έχει ακόμα ένα σαλόνι με καναπέ και ένα γραφείο. Πηγαίνω προς την πόρτα που υπάρχει σε αυτό το δωμάτιο και βλέπω πως είναι μέσα ένα τεράστιο μπάνιο με μεγάλη γυάλινη ντουζιέρα, μαρμάρινη μπανιέρα και δυο ίδιους νιπτήρες. Έχω μείνει άφωνη με το δωμάτιο πρέπει να είναι κοντά στα πενήντα τετραγωνικά και να φανταστείς ότι το δικό μου είναι πιο απλό από των γονιών μου φαντάσου το δικό τους δηλαδή πως θα είναι.

Broken HeartWhere stories live. Discover now