Για να σε σώσω

206 52 6
                                    

Σταμάτησαν σε έναν φούρνο για να πάρουν πρωινό, αφού τα στομάχια τους διαμαρτύρονταν έντονα, κι επέστρεψαν στο ξενοδοχείο για να φάνε, και να πιούν τον δεύτερο καφέ τους, στο μπαλκόνι. Κανείς τους δεν έμοιαζε να έχει όρεξη για βόλτες εκείνη τη στιγμή. Βολευτήκαν στις όμορφες πολυθρόνες τους και κοιτάχτηκαν έντονα, λες και προσπαθούσε να διαβάσει ο ένας το μυαλό του άλλου. Κανείς τους δεν βλεφάρισε, αλλά η Λούνα ήταν εκείνη που υποχώρησε πρώτη, γελώντας με τον εαυτό της που κάθε φορά έχανε κατά κράτος από τον Έλιο.

«Να κλείσω ημερομηνία για το ταξίδι;» τη ρώτησε εκείνος, περιμένοντας υπομονετικά τις διαταγές της.

«Ναι, δεν έχει νόημα να περιμένουμε. Εσύ, ξέρεις ποιος είναι αυτός ο Μακάλουμ;»

Έκανε μια γκριμάτσα και κούνησε το κεφάλι του δεξιά-αριστερά, αφού πρώτη φορά άκουγε το όνομα αυτό. «Για να μας στέλνει εκεί η Λουσίλ, κάποιο λόγο θα έχει».

«Έχει αρχίσει να με κουράζει όλο αυτό, όμως», παραπονέθηκε, όσο εκείνος έκλεινε θέσεις για την πρώτη πτήση από το αεροδρόμιο στο Παρίσι. «Πολλή μυστικότητα. Με αγχώνει το γεγονός πως είμαστε ακόμα στο σκοτάδι. Ναι μεν το Τάγμα του Ήλιου είναι ο εχθρός, αλλά αυτό που γίνεται με του Φεγγαριού δεν με κάνει να τους εμπιστευτώ. Πρέπει να θυμηθώ, Έλιο, κάτι μου λέει πως μέσα στο μυαλό μου βρίσκονται πολλές απαντήσεις».

Σήκωσε το βλέμμα του πάνω της, φανερά προβληματισμένος. «Δεν θα σου πω ψέματα, καμία από τις δύο πλευρές δεν έχει αντιδράσει έτσι, τα τελευταία χρόνια. Όντως υπάρχει πολλή μυστικότητα κι αυτό με φοβίζει, νομίζω κάτι μεγάλο κρύβεται πίσω από όλο αυτό, Λούνα. Ίσως να έχεις δίκιο, ίσως πρέπει να θυμηθείς. Θα κάνω μια έρευνα να μάθω το όνομα αυτού που σε υπνώτιζε. Μπορεί να ήμουν πάντα μπροστά, αλλά ποτέ δεν είχα ακούσει το όνομά του. Μου το κρατούσαν κρυφό για να μην κάνω κάτι που δεν έπρεπε. Θα είναι δύσκολα τα πράγματα, δεν μπορώ να σου πω ψέματα».

Τα λόγια του δεν την καθησύχασαν καθόλου, αντιθέτως την έκαναν να θέλει να κρυφτεί κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι και να κοιμηθεί για μέρες, μέχρι τα δύο Τάγματα να τα έβρισκαν μεταξύ τους.

«Πρέπει να μάθουμε γιατί γίνονται όλα», μονολόγησε, χαμένη στις σκέψεις της. Τα μάτια της είχαν σταματήσει πάνω στο στέρνο του Έλιο και το λευκό του μπλουζάκι, κι ενώ κοιτούσε αφηρημένα, μία κόκκινη κουκίδα που χόρευε στο σημείο την έβγαλε από την ύπνωση στην οποία είχε πέσει. «Έλιο, πέσε κάτω!» έβαλε τις φωνές κι εκείνος, χωρίς να χάσει χρόνο, πέταξε το στρογγυλό τραπέζι κάτω και έπεσε πάνω της, πάνω που μια σφαίρα σφύριζε πάνω από τα κεφάλια τους. Η Λούνα τσίριξε τρομαγμένη όσο εκείνος έβαζε τη στρογγυλή επιφάνεια του τραπεζιού σαν ασπίδα μπροστά τους. Σήκωσε λίγο το κεφάλι του για να δει από του προέρχονταν οι σφαίρες, και τελευταία στιγμή δεν τον πέτυχε στο κούτελο η τελευταία που έριξε όποιος προσπαθούσε να τους σκοτώσει. Τα τζάμια της μπαλκονόπορτας είχαν γίνει θρύψαλα και χώνοντας στο δέρμα της Λούνα, όσο μπουσούλαγε μέσα στο δωμάτιο.

Το Τάγμα του ΦεγγαριούWhere stories live. Discover now