Μνήμες

231 58 12
                                    

Βρέθηκαν ξαπλωμένοι αντικριστά στο κρεβάτι να κοιτιούνται σιωπηλοί. Τουλάχιστον η Λούνα έδειχνε να έχει ηρεμήσει, αν και η σύγχυσή της φαινόταν καθαρά στο πρόσωπό της. Ο Έλιο ήθελε τόσο πολύ να την αγκαλιάσει ξανά αλλά ένιωθε πως η ίδια είχε ανεβάσει έναν πελώριο τοίχο ανάμεσά τους, τον οποίο δεν θα μπορούσε να γκρεμίσει, αν δεν τον άφηνε. Και προσώρας, τουλάχιστον, η Λούνα δεν είχε σκοπό να αφήσει κανέναν κοντά της. Εκείνος θα είχε αντιδράσει ακόμα χειρότερα αν ήταν στη θέση της, αλλά αυτό που τον φόβιζε περισσότερο ήταν πως, ακόμα δεν ήξερε όλη την αλήθεια. Είχε να μάθει πολλά μυστικά, και δεν ήταν σίγουρος αν θα μπορούσε να τα αντέξει.

«Πιστεύεις πως τους σκότωσε κάποιος από το Τάγμα του Ήλιου;»

Η ερώτησή του ήρθε σε μια στιγμή που τα μάτια του είχαν αρχίσει να κλείνουν από την κούραση. Θα προτιμούσε να συνέχιζαν την κουβέντα τους μετά από μερικές ώρες ύπνου, αλλά δεν μπορούσε να μην απαντήσει στις απορίες της.

«Ναι, κάποιος από εκεί μέσα θέλησε να βγάλει από τη μέση το Τάγμα του Φεγγαριού, ξεκινώντας από τους κληρονόμους του, κι έγινε και σε περίοδο όπου υπήρχε ανακωχή μεταξύ μας. Η Λουσίλ ήταν μεγάλη σε ηλικία, σίγουρα θα ήταν πιο εύκολο να βγει εκτός, αλλά ο πατέρας σου που ήταν ο επόμενος στη σειρά, έπρεπε να πεθάνει. Εκείνη τη μέρα, υποτίθεται πως έπρεπε να ήμασταν κι εμείς μέσα στο ελικόπτερο αλλά την τελευταία στιγμή αποφάσισες πως δεν ήθελες να πας εκδρομή. Έβαλες τις φωνές, έκλαιγες πως δεν ήθελες να αφήσεις τη Λουσίλ κι έτσι, οι γονείς μας, μας άφησαν στο Εούς μαζί της».

Ανασήκωσε λίγο το σώμα της για να τον κοιτάξει καλύτερα κι ο Έλιο αναγνώρισε αμέσως την απορία που είδε ζωγραφισμένη σε όλο της το πρόσωπο. Αυτό που θα επακολουθούσε, ήταν το μεγαλύτερο μυστικό του. Ένα μυστικό που η Λουσίλ τον ανάγκαζε τόσα χρόνια να κρατάει μέσα του και το οποίο φούσκωνε σαν ποτάμι μέρα με τη μέρα και τον έπνιγε.

«Γνωριζόμαστε από παλιά;» ρώτησε τρέμοντας η Λούνα.

«Ναι... από τη γέννησή σου. Ήμουν έξι μηνών όταν ήρθες στη ζωή και μιας και το μέλλον μου ήταν προδιαγραμμένο, από τη στιγμή που ήμουν παιδί Προστατών, αποφασίστηκε από την πρώτη κιόλας μέρα πως θα γινόμουν ο δικός σου Προστάτης». Η Λούνα μουρμούρισε κάτι, λυπημένη, που όμως δεν μπόρεσε να ακούσει καλά. «Μεγαλώσαμε μαζί ως τα δεκατέσσερά μας», συμπλήρωσε και επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια, ένιωθε πως έφευγε από πάνω του ένα μεγάλο βάρος.

Το Τάγμα του ΦεγγαριούOù les histoires vivent. Découvrez maintenant