Απόλλωνας

261 65 40
                                    

Ένα γλυκό αεράκι έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο του δωματίου, που χάιδεψε το πρόσωπό της. Χαμογέλασε ευχαριστημένη, πιο χορτάτη από ποτέ, και η πρώτη της σκέψη ήταν να αγκαλιάσει τον Έλιο. Είχε περάσει μαζί του μια μαγική νύχτα, από εκείνες που δεν υπήρχε περίπτωση να ονειρευτεί καν, κι όμως αυτός ο άντρας που μπήκε αναπάντεχα στην ζωή της, την έκανε να νιώσει σαν να ήταν μια θεά. Τη λάτρεψε, την κοίταξε όπως κανείς άλλος. Άλλαξε πλευρό αναζητώντας το σώμα του πάνω στο κρεβάτι της, μα η πλευρά του ήταν άδεια. Ανασήκωσε τον κορμό της και έριξε μια ματιά γύρω της, ξαφνιασμένη, όμως ο Έλιο έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι που να πρόδιδε την παρουσία του. Τυλίχτηκε με το σεντόνι και πήγε στο μπάνιο, αλλά δεν τον βρήκε ούτε εκεί. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού λυπημένη. Για μία στιγμή πίστεψε πως η γνωριμία τους ήταν στη φαντασία της, αλλά είδε τα σημάδια που της είχε αφήσει και τότε, απλά θύμωσε. Με τον εαυτό της τα έβαλε, όχι με εκείνον.

«Καλά να πάθεις, Λούνα», μονολόγησε κι άρχισε να ντύνεται νευρικά. «Καλά να πάθεις. Είχες υποσχεθεί στον εαυτό σου να μην μπλεχτείς ξανά με άντρα...» συνέχισε, γρυλίζοντας. «Κι άφησες έναν ξένο να εκμεταλλευτεί την ευάλωτη συναισθηματική σου κατάσταση!»

Πέταξε το παπούτσι της στην άλλη άκρη του δωματίου, θυμωμένη με τον εαυτό της, γιατί δεν έφταιγε εκείνος· την είχε προειδοποιήσει πως μπορεί να το μετάνιωνε αλλά εκείνη επέμενε να τον πάει στο ξενοδοχείο της. Απογοητεύτηκε γιατί δεν της έδινε την εντύπωση πως ήταν από εκείνους που απλά σηκώνονταν κι έφευγαν. Ένιωσε ένα παράξενο δέσιμο μαζί του, αλλά μάλλον ήταν η ανάγκη της να νιώσει κοντά με κάποιον, που δημιούργησε αυτή την ψευδαίσθηση. Έβαλε τα παπούτσια της αποφασισμένη να μην σταθεί άλλο στο γεγονός πως ο άντρας αυτός μετατράπηκε σε ένα ωραιότατο φάντασμα. Κατέβηκε στην υποδοχή και χαμογέλασε στην κοπέλα που την καλημέρισε.

«Χθες το βράδυ έμεινε μαζί μου, ένας φίλος μου, μήπως μου άφησε κάτι φεύγοντας;» ρώτησε αθώα, αν και το ύφος που είχε η κοπέλα όταν την κοίταξε, έλεγε ξεκάθαρα πως ήξερε ότι ο Έλιο δεν έμεινε απλά μαζί της και πως, κυρίως, δεν ήταν απλά φίλος της.

«Όχι, έφυγε πριν περίπου δύο ώρες, τρέχοντας», της είπε, κοιτώντας την σαν να την λυπόταν.

Η Λούνα χαμογέλασε και έφυγε από το ξενοδοχείο νευριασμένη. Έκανε μια βόλτα στα μέρη που τον είχε συναντήσει, μήπως το έβρισκε, αλλά ήταν άφαντος. Θύμωσε που δεν είχε ζητήσει τη τηλέφωνό του. Κι εκείνος δεν της το είχε ζητήσει, άρα, ίσως να μην ήθελε να έχουν επαφή. Κρίμα, σκέφτηκε ενώ έμπαινε στο μετρό, ώστε να πάει σπίτι της για να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν. Κρίμα γιατί υπήρχε κάτι μαγικό ανάμεσά τους που έγινε σκόνη με το που βγήκε ο ήλιος.

Το Τάγμα του ΦεγγαριούOù les histoires vivent. Découvrez maintenant