Το κοκαλάκι της νυχτερίδας

177 52 6
                                    

Δύο μερες πριν:

Διέγραψε του τη μνήμη...

Λούνα, τι κάνεις, σκέφτηκε μα δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Πως μπορείς να μου το κάνεις αυτό μετά από όσα είδες;

Ο Αλέξανδρος έγειρε προς το μέρος του και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια πριν ακουμπήσει το μέτωπό του στο δικό του. 

«Όλα θα πάνε καλά. 37 πλάτος-27 μήκος-Ν», ψιθύρισε, ξαφνιάζοντάς τον Έλιο, κι άρχισε δήθεν να τον υπνωτίζει. Κατάλαβε με μιας το παιχνίδι τους. Πριν από τον υπνωτισμό, πάντα τους έδιναν να πιούν ένα μείγμα φυτών που χαλάρωνε το σώμα τόσο, όσο ο υπνωτιστής να μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει. Είχαν δώσει στην Λούνα να πιει από αυτό το μίγμα αλλά ο Αλέξανδρος κατάφερε να μπερδέψει τους πάντες και να μην τον ποτίσει. Όλα θα πάνε καλά, άκουσε πάλι τα λόγια του στο μυαλό του. Προσπάθησε να μην κοιτάξει προς το μέρος της Λούνα που προφανώς είχε σκαρφιστεί αυτό το σχέδιο. Έπαιξε το παιχνίδι όσο πιο πειστικά μπορούσε, έτσι κι αλλιώς ήταν παλιότερα παρών σε τέτοιες διαδικασίες και ήξερε πολύ καλά πως, και καλά, να αντιδράσει. Πίστεψε για μία στιγμή πως τα πάντα λειτουργούσαν προς όφελος τους αλλά δεν υπολόγισε ποτέ πως η Κεφαλή του ήλιου δεν είχε καμία απολύτως χρήση για εκείνον πια. Ούτε η Λούνα το είχε υπολογίσει, γι' αυτό όταν αρνήθηκε να τους πει τις συντεταγμένες- που του είχε αποκαλύψει ο Αλέξανδρος- εκείνοι απείλησαν να τον σκοτώσουν. Κι ο Έλιο πίστεψε πραγματικά πως θα έχανε τη ζωή του. Θύμωσε με τον κόσμο όλο. Ακόμα και με τη Λούνα θύμωσε γιατί δεν είχαν προλάβει να κάνουν τίποτα απ' όσα ονειρευόντουσαν, μαζί. Και τώρα θα πέθαινε... μπορεί να το είχε ζητήσει εκείνος να τον θυσιάσει για να κρατήσει κρυφό το πλοίο αλλά αν μπορούσε θα της έλεγε να μην το κάνει, θα της έλεγε να τα παρατήσει όλα και να τον σώσει. Πόσο εγωιστής ένιωσε. 

Λυπάμαι Έλιο...

Πόσο ήθελε να της πει να μη λυπάται, να μην σταματήσει ποτέ να προσπαθεί να ζήσει, να είναι περήφανη που στέκεται απέναντι στον κίνδυνο. Πόσο ήθελε να της πει ότι την αγαπάει όσο κανέναν άλλον. Ήταν το άλλο του μισό, η ψυχή του, το φως το νυχτερινό που τον καθοδηγούσε όλη του τη ζωή. Αλλα οι λέξεις δεν βγήκαν από τα χείλη του. Ετοιμαζόταν να πεθάνει αλλά αυτό που τον ένοιαζε ήταν πως εκείνη θα ζούσε με τις τύψεις. Εκείνος δεν θα υπήρχε πια αλλά αν η Λούνα επιβιωνε θα τρελαινόταν.

Δεν θυμόταν με λεπτομέρειες πως έγιναν τα πράγματα γιατί το μυαλό του είχε κολλήσει και το μόνο πράγμα που κυριαρχούσε ήταν το κλαμένο πρόσωπο της, τα μάτια της που ήταν γεμάτα λύπη και έκπληξη ενώ τον κρατούσαν στην πόρτα με τον άνεμο να λυσσομανάει πίσω του και να τον τραβάει με μανία περιμένοντας τη θυσία του. Έψαχνε από κάπου να πιαστεί, όχι κυριολεκτικά γιατί πραγματικά εκεί δεν υπήρχε σωτηρία, αλλά πνευματικά ώστε να μην αποτρελαθεί τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Και τότε τον είδε, ο Αλέξανδρος στεκόταν δίπλα στην πόρτα, όχι τυχαία, όπως φαινόταν στους πάντες. Στα πόδια του είχε ένα μαύρο πράγμα, σαν σακίδιο. Η ματιές τους συναντήθηκαν και είδε αποφασιστικότητα στο βλέμμα του άντρα που είχε σκοπό να τον σώσει. 

Το Τάγμα του Φεγγαριούحيث تعيش القصص. اكتشف الآن