Το κουτί

248 62 27
                                    

Η μυρωδιά του φρέσκου καφέ και του φρυγανισμένου ψωμιού, σύρθηκε μέσα στα ρουθούνια της, κι αφού τη γαργάλησαν παιχνιδιάρικα την ανάγκασαν να ξυπνήσει και να σηκωθεί από το κρεβάτι της. Άφησε έναν παραπονεμένο λυγμό γιατί νύσταζε ακόμα, αλλά είχε υποσχεθεί στον Μορίς να πιούνε καφέ μαζί και να πάνε στον συμβολαιογράφο, που σήμαινε πως ήθελε δεν ήθελε, έπρεπε να ντυθεί και να ξεκινήσει τη μέρα της. Το ρολόι έδειχνε οχτώ το πρωί και ήταν με μόλις πέντε ώρες ύπνου. Ήλπιζε ο καφές να ήταν δυνατός, αν ήθελε να βγάλει τη μέρα. Φόρεσε το πιο άνετο τζιν της, ένα λευκό πουκάμισο με κοντό μανίκι και τα αθλητικά της, ενώ σήκωσε τα μαλλιά της πριν ρίξει λίγες σταγόνες από το άρωμα που της είχε χαρίσει ο Έλιο, πίσω από τα αυτιά της. Θα της τον θύμιζε πάντα. Είχε βρει στο διαδίκτυο την εταιρεία και σκόπευε να παραγγείλει τα πάντα, ώστε να έχει τη μυρωδιά που είχε σημαδέψει την ζωή της, πάντα μαζί της.

Κατέβηκε μισονυσταγμένη στην κουζίνα και χαμογέλασε όταν είδε τον Μορίς, να ετοιμάζει πρωινό, μαζί με τον Έλιο. Εκείνος έδειχνε φρέσκος, λες και είχε κοιμηθεί δέκα ώρες. Της χαμογέλασε μόλις την είδε και χωρίς να πει κουβέντα, της έδωσε μια κούπα με ελληνικό καφέ.

«Μόνο αυτόν έπινε η Λουσίλ», της είπε ο Μορίς, όταν την είδε να κοιτάζει την κούπα, έκπληκτη. «Μπορεί να ήταν Γαλλίδα, αλλά ο μόνος καφές που εκτιμούσε, ήταν ο ελληνικός. Μας έρχονταν κούτες με την αγαπημένη της μάρκα, από Ελλάδα. Δεν την ένοιαζε το κόστος, φτάνει να μπορούσε να τον πίνει».

Ένιωσε απέραντη χαρά που είχε ένα ακόμα κοινό με τη γιαγιά της. Έκλεισε τα μάτια της και φαντάστηκε τις δυο τους να κάθονται στο μπαλκόνι, να πίνουν καφέ και να κουτσομπολεύουν, και η καρδιά της σφίχτηκε που είχαν χάσει τόσες πολλές όμορφες στιγμές μαζί.

«Κοιμήθηκες καλά;» ρώτησε με ενδιαφέρον, ο Έλιο.

«Ξεράθηκα, αλλά δύο ώρες ακόμα τις χρειαζόμουν», παραδέχτηκε. «Όμως, όλα αυτά που φτιάχνετε είναι τόσο λαχταριστά που τρέχουν τα σάλια μου».

Έφαγαν το πρωινό τους με όρεξη, αν και επικρατούσε μια μελαγχολία που όλοι τους προσπαθούσαν να αποβάλλουν. Μία ώρα αργότερα, ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν. Ο Έλιο είχε μια δουλειά στο Περπινιάν όπου βρισκόταν ο συμβολαιογράφος, οπότε προσφέρθηκε να τους πάει με το αυτοκίνητο του Μορίς, και να περιμένει να επιστρέψουν μαζί. Έκανε τη διαδρομή σε μόλις σαράντα λεπτά, αλλά η Λούνα το εκτίμησε, αφού η νευρικότητά της ήταν μεγάλη και ήθελε να τελειώσουν με αυτή την υπόθεση, το συντομότερο.

Το Τάγμα του ΦεγγαριούDonde viven las historias. Descúbrelo ahora