La Luna

199 54 16
                                    

Το πρώτο πράγμα που έκανε η Λούνα, μόλις βγήκε από το μπάνιο, ήταν να βράσει λίγα μακαρόνια για να φάνε, με μια έτοιμη σάλτσα που βρήκε στο ντουλάπι. Οι κινήσεις του Έλιο ήταν νωχελικές λόγω του πόνου που έκανε το σώμα του δύσκαμπτο, αλλά τη βοήθησε να στρώσει το τραπέζι στο μπαλκόνι, αφού ήθελαν να φάνε με θέα προς τον Άιφελ. Δεν άναψαν τα φώτα, προτίμησαν να φωτίζονται από τις λάμπες του δρόμου για να μην είναι ευδιάκριτοι από το δρόμο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η Λούνα δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο πολύ της άρεσε να κρύβεται στο σκοτάδι. Δεν το αγαπούσε το φως. Γέλασε γιατί τελικά, το υποσυνείδητο, είχε αποθηκεύσει πως ήταν απόγονος του φεγγαριού.

Μόλις χόρτασαν, πέρασαν στην κρεβατοκάμαρα κι άπλωσαν τα σώματά τους στο κρεβάτι, αφήνοντας και οι δύο ένα πονεμένο βογκητό που τους προκάλεσε γέλιο. Κοιτάχτηκαν κι ο Έλιο έφερε το χέρι της στα χείλη του, για να φιλήσει τις άκρες των δάχτυλων της, μια απλή κίνηση που ήταν ικανή να κάνει τη ραχοκοκαλιά της να ριγήσει.

«Κάτι σε απασχολεί», συνειδητοποίησε η Λούνα. Το χαμόγελό του έσβησε με μιας. «Θες να το συζητήσουμε;»

«Απλά φοβάμαι για το αν θα μπορέσω να σε προστατέψω».

«Δεν έχει νόημα να το σκέφτεσαι», αναστέναξε η Λούνα και κάθισε οκλαδόν στο κρεβάτι, με τα πράγματα της γιαγιάς της μπροστά της. «Δεν μπορώ να καταλάβω πως συνδέεται ένα παραμύθι για τον ήλιο και το φεγγάρι, με έναν χάρτη του 1800 και μια πυξίδα αντίκα».

«Πραγματικά δεν έχω ιδέα», απάντησε ψυχρά, εκείνος, κι ένας έντονος πόνος του έκανε επίθεση στο κεφάλι αναγκάζοντάς τον να κλείσει τα μάτια. Η Λούνα παρέμεινε σιωπηλή να τα κοιτάζει λες και θα της μιλούσαν, όταν πετάχτηκε όρθια και βρήκε το κινητό της. «Τι κάνεις;» τη ρώτησε, ξαφνιασμένος.

«Τηλεφωνώ σε κάποιον που μπορεί να μας λύσει μερικές απορίες», απάντησε και του έκανε νόημα να μη φέρει αντιρρήσεις. Ευτυχώς είχε μάθει τον αριθμό του Απόλλωνα απ' έξω, αφού είχε αναγκαστεί να πετάξει την κάρτα της, ώστε να μην τους ακολουθούν από τα Τάγματα. Περίμενε μερικές στιγμές μέχρι να ακούσει τη φωνή του στην άλλη άκρη της γραμμής.

«Παρακαλώ;»

Ήταν λογικό να ακούγεται επιφυλακτικός αφού δεν γνώριζε το νούμερο που τον καλούσε τόσο βράδυ. «Που είσαι και ακούγεται τόση φασαρία;» τον ρώτησε, αφού άκουγε φωνές και μουσική, δυνατά.

«Λούνα; Δόξα τους Θεούς, είσαι καλά... που είσαι; Ξέρεις πόσες φορές σε έχω καλέσει τις τελευταίες δύο μέρες; Έχω αρρωστήσει από την ανησυχία, γιατί νόμιζα πως έπαθες κάτι!»

Το Τάγμα του ΦεγγαριούWhere stories live. Discover now