Το φεγγάρι εκεί ψηλά...

213 62 24
                                    

Οι εξετάσεις στο γυμνάσιο όπου δίδασκε, ήρθαν επιτέλους στο τέλος τους, και η Λούνα ανάσανε ξαλαφρωμένη. Μπορεί ακόμα να είχε δουλειά μπροστά της, αλλά τουλάχιστον δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί προσωπικά με τους μικρούς χούλιγκαν, όπως αποκαλούσε με περίσσια τρυφερότητα, τους μαθητές της. Η ζωή της είχε επιστρέψει στους κανονικούς της ρυθμούς μετά από εκείνο το συμβάν, αλλά ο ματωμένος ήλιος και ο Έλιο, δεν έλεγαν να βγουν από το μυαλό της. Ούτε τον θάνατο της γιαγιάς της δεν έλεγε να αφήσει πίσω της, κυρίως από τύψεις, αλλά είχε πείσει τον εαυτό της πως δεν θα έπρεπε να κολλάει σε πράγματα και καταστάσεις που δεν μπορούσε να αλλάξει. 'Όχι πως ένιωθε καλύτερα έτσι, αλλά τουλάχιστον ήταν αλήθεια πως με τον θάνατο δεν μπορούσε να τα βάλει. Μακάρι η γιαγιά της να μην την είχε κάνει πέρα, μακάρι να την είχε κρατήσει στη ζωή της και να ήταν δίπλα της όταν άφηνε την τελευταία της πνοή. Αλλά ήταν δική της επιλογή να μην έχει σχέσεις μαζί της και δεν μπορούσε να πνίγεται στις ενοχές που ήταν απούσα όταν εκείνη πέθανε.

Με τον Απόλλωνα είχαν έρθει λίγο πιο κοντά, έπειτα από εκείνο το βράδυ που πέρασαν παρέα στην ταράτσα της, να τρώνε και να μιλάνε, ως το ξημέρωμα. Της έκανε καλό η ηρεμία του, ο τρόπος που τη φρόντιζε και την πρόσεχε, και όσο περισσότερο τον γνώριζε σαν άντρα κι όχι σαν φίλο, τόσο περισσότερο μεγάλωνε η τρυφερότητα που ένιωθε για εκείνον. Έβγαιναν συχνά έξω για βόλτες και τον άφηνε να της μιλάει για όλα εκείνα που τον ενδιέφεραν, αλλά άκουγε κιόλας προσεκτικά, ό,τι είχε να του πει. Περνούσε όμορφα με τον Απόλλωνα, δεν μπορούσε να το παραβλέψει αυτό, όπως δεν μπορούσε να αγνοεί για πολύ ακόμα το γεγονός πως, η μοναξιά, την έπνιγε.

Οι δρόμοι γύρω από την Ακρόπολη ήταν γεμάτοι από κόσμο, εκείνο το βράδυ, αφού η ζέστη του Ιουνίου είχε πια έρθει για τα καλά και όλοι έψαχναν να βρουν τρόπο, όχι μόνο να δροσιστούν, αλλά και να βγουν από το σπίτι. Ο καιρός και η καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, γενικά, απαγόρευαν σε όλους να μένουν μέσα, δικαίως, αφού ο χειμώνας από μόνος του ήταν δύσκολος. Η Λούνα περπατούσε αργά δίπλα στον Απόλλωνα κι εκείνος είχε περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους της, για να την κρατήσει κοντά του, ενώ το δικό της ήταν γύρω από τη μέση του. Η ατμόσφαιρα ήταν πλημμυρισμένη από χιλιάδες μυρωδιές που ξετρέλαιναν τις αισθήσεις της, αλλά εκείνη που την έκανε να αναστατωθεί, ήταν ένα άρωμα που είχε να μυρίσει καιρό. Νυχτολούλουδο... το δικό της δεν το είχε χρησιμοποιήσει, το φυλούσε λες και ήταν θησαυρός, αλλά τώρα το μύριζε παντού. Έριξε μια ματιά γύρω της, σαν παρανοϊκή, λες και ήταν απόλυτα σίγουρη πως ο Έλιο ήταν εκεί κοντά.

Το Τάγμα του ΦεγγαριούDonde viven las historias. Descúbrelo ahora