Το Τάγμα

209 61 31
                                    

Καθόταν ώρα πάνω στο κρεβάτι, με το κουτί ανάμεσα στα πόδια της, αλλά δεν έβρισκε το κουράγιο να το ανοίξει. Ο Έλιο της είχε πει πως θα πήγαινε να τη βρει, για να δουν το περιεχόμενο μαζί, αλλά είχαν περάσει δύο ώρες από την ώρα που είχαν επιστρέψει στο Εούς και ήταν, για μία ακόμη φορά, εξαφανισμένος. Πέρασε τα δάχτυλά της πάνω από το καπάκι που είχε το χρώμα του ασημιού και με τα ακροδάχτυλά της άγγιξε το φεγγάρι που ήταν χαραγμένο πάνω του. Το λουκέτο με το οποίο ήταν κλειδωμένο, είχε κι εκείνο ένα φεγγάρι πάνω του, όπως και το κλειδί που το ξεκλείδωνε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι στο καλό την είχε πιάσει τη Λουσίλ. Αυτή η μανία της μαζί του, ώρες ώρες την τρέλαινε και τη φόβιζε. Αγαπούσε το φεγγάρι, περισσότερο από τον ήλιο, αλλά μα τω Θεώ, τώρα τη φρίκαρε εντελώς που το έβλεπε παντού μπροστά της.

Άκουσε ένα θρόισμα από το μπαλκόνι και έστρεψε αμέσως το βλέμμα της προς τα εκεί, πάνω που ο Έλιο πηδούσε μέσα του. Ξεσκόνισε τα ρούχα του και χαμογελώντας, μπήκε στο δωμάτιο, ενώ η Λούνα τον κοιτούσε αποδοκιμαστικά.

«Δεν μπορείς να μπεις από την πόρτα, όπως κάνουν όλοι;»

«Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους», απάντησε ξερά και κάθισε απέναντί της. «Το άνοιξες;»

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν ξέρω γιατί με φοβίζει τόσο», παραδέχτηκε. Ο βαρύς αναστεναγμός της ανησύχησε τον Έλιο που μεταφέρθηκε δίπλα της, για να βεβαιωθεί πως ήταν καλά, αλλά και να της δώσει μια αίσθηση ασφάλειας.

«Είναι λογικό να νιώθεις έτσι. Είχες να τη δεις δεκάξι χρόνια, δεν την γνωρίζεις πραγματικά σαν άνθρωπο οπότε δεν μπορείς να ξέρεις τι κρύβεται εκεί μέσα».

Τον κοίταξε σκεπτική και καθάρισε μια μουτζούρα από το μάγουλό του. «Γιατί άργησες, κυλιόσουν στη βρόμα;» τον μάλωσε, γιατί είχε παντού πάνω του σκόνη και μουτζούρες.

«Κάτι τέτοιο, κάποιος έριξε κάτω τη μηχανή μου και έπρεπε να βεβαιωθώ πως δεν της έκανε ζημιά».

Θυμήθηκε πως καθώς έφτανε στο Εούς, την προηγούμενη μέρα, την είχε προσπεράσει μια μαύρη μηχανή, που προφανώς ανήκε στον Έλιο. Το γεγονός πως βρισκόταν μπροστά της, πάντα στις δυσκολότερες στιγμές της, από την μία την προβλημάτιζε αλλά από την άλλη, την ηρεμούσε. Κοιτώντας τον της δινόταν η εντύπωση πως τον ήξερε, και δεν είχε να κάνει με το γεγονός πως της άρεσε σαν άντρας και σαν προσωπικότητα. Ήταν λες και είχαν ζήσει μια άλλη ζωή μαζί, που την είχε ξεχάσει εντελώς, κι αυτό από μόνο του την βοηθούσε να ρίχνει τις άμυνές της κοντά του.

Το Τάγμα του ΦεγγαριούDonde viven las historias. Descúbrelo ahora