Είχαν αφήσει πλέον πίσω τους τις ακτές του Νότου, ο οποίος φαινόταν ολοένα να ξεμακραίνει και σύντομα το μόνο που θα έβλεπαν γύρω τους θα ήταν η ελαφρώς κυματιστή θάλασσα. Λίγο μετά το μεσημεριανό το οποίο έφαγαν όλοι μαζί στην τραπεζαρία του πλοίου, οι τρεις φίλοι μαζεύτηκαν στην καμπίνα του Γιάννη να ξαποστάσουν και να συζητήσουν λίγο.
«Όπως καταλάβατε, χθες πέρασα τη νύχτα με την Έλενα.» είπε τότε ο Γιάννης. «Εφόσον δεν υπάρχουν πια μυστικά μεταξύ μας και αφού σας εμπιστεύομαι απόλυτα, ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας.»
«Πώς ήταν;» ρώτησε κάπως διστακτικά η Ιφιγένεια.
«Υπέροχο. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, τόσο για εμένα όσο και για εκείνη, και ας μην ήταν η πρώτη φορά κανενός από τους δυο μας.» απάντησε και το Ξωτικό ξαφνιάστηκε. Δεν είχε ιδέα ότι ο φίλος της είχε ολοκληρωμένες επαφές και στο παρελθόν. Ο Ηρακλής το ήξερε, όμως χωρίς λεπτομέρειες, δεν γνώριζε τίποτα σχετικά με τον οίκο ανοχής στον οποίο τον πήγαινε ο πατέρας του.
«Όμως σήμερα το πρωί, μου είπε πως δεν ήθελε να συνεχίσουμε και είχαμε κάτι σαν καυγά.» συνέχισε ο Γιάννης. «Φοβόταν ότι... Ότι θα συμβεί κάτι με την Ιφιγένεια στη Χώρα των Ξωτικών, και ήθελε να μου δώσει το ελεύθερο ώστε να μην πληγωθεί τόσο και συγχρόνως να αφοσιωθώ στο σκοπό μου. Δεν περίμενα με τίποτα να έρθει λίγο πριν την αναχώρηση και να μου πει ότι τελικά θέλει να προσπαθήσουμε. Όμως δεν έχω ιδέα πώς θα πρέπει να φερθώ από εδώ και πέρα. Να την παίρνω τηλέφωνο; Να της στέλνω μηνύματα ή θα την πρήζω; Δεν θέλω να αισθανθεί ότι πιέζεται...»
«Δηλαδή... τώρα δεν έχετε ξεκαθαρίσει ακόμα αν έχετε σχέση ή όχι.» συμπέρανε ο Ηρακλής.
«Έτσι νομίζω.»
«Τότε, φίλε μου, ίσως έχεις δίκιο. Μην πιέσεις την κατάσταση... Στέλνε της ένα μήνυμα μια φορά την ημέρα για αρχή και ύστερα βλέπετε πώς θα εξελιχθεί.»
«Εγώ πιστεύω πως πρέπει να ακολουθήσεις την καρδιά σου και να πράξεις όπως νιώθεις.» είπε η Ιφιγένεια. «Αν σου λείπει, στείλε της. Αν θες να ακούσεις τη φωνή της, πάρ' την τηλέφωνο. Δεν θα νιώσει ότι πιέζεται αν είναι πραγματικά ερωτευμένη μαζί σου... Και είμαι σίγουρη πως είναι.» συνέχισε και τον κοίταξε με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο.
«Και μιας και το έφερε η κουβέντα, έχω κι εγώ να ανακοινώσω κάτι. Χθες βράδυ, από ότι θυμάσαι Ιφιγένεια, έφυγα μαζί με την Άσπα. Πήγαμε σπίτι της, γιατί μου είπε πως η μητέρα της έλειπε για Σαββατοκύριακο.» Οι γονείς της Άσπας είχαν χωρίσει εδώ και χρόνια, ζούσε μόνο με τη μητέρα της και δεν είχε καθόλου επαφές με τον πατέρα της. «Και... έγινε αυτό που φαντάζεστε.» παραδέχτηκε, και οι δυο κολλητοί του θα ορκίζονταν πως τον είδαν να κοκκινίζει.
BẠN ĐANG ĐỌC
Μαγικός, Βιβλίο 2 #SCBC2024
Viễn tưởngΜετά την εξορία του Ιάσονα, οι φίλοι του προσπαθούν να γιατρέψουν τις πληγές τους και να μάθουν να ζουν χωρίς αυτόν, κρύβουν όμως μια μικρή ελπίδα ότι θα επιστρέψει. Κάτι περίεργο συμβαίνει με τον Γιάννη, καθώς μετά το πάγωμα και το μυστήριο τρόπο μ...