Έξω από το Γενικό Λύκειο Ωραιόπολης, αγόρια με σμόκιν και κορίτσια με εντυπωσιακά φορέματα είχαν αρχίσει να καταφθάνουν, και σε ζευγάρια οι περισσότεροι έμπαιναν στο εσωτερικό του σχολείου για να πάνε στη συνέχεια στη στολισμένη αίθουσα εκδηλώσεων. Είχε φτάσει και η παρέα των τριών αγοριών, οι οποίοι ντυμένοι και χτενισμένοι περίμεναν τις ντάμες τους. Ο Γιάννης είχε επιλέξει ένα σκούρο μπλε κοστούμι με λευκό πουκάμισο, κόκκινο παπιγιόν και μαντίλι στην τσέπη του στήθους, ο Δήμος ένα γκρι ανοιχτό με λαχανί παπιγιόν για να είναι σχεδόν ασορτί με το φόρεμα της Γιώτας.
«Σαν σερβιτόροι είμαστε. Τι τα θέλαμε τα παπιγιόν; Σχεδόν κανένας δεν φοράει.» διαμαρτυρήθηκε ο Γιάννης.
«Την καλύτερη δουλειά έκανα εγώ μου φαίνεται που επέλεξα γραβάτα.» είπε ο Ηρακλής, που φορούσε μαύρο κοστούμι με λευκό πουκάμισο και μαύρη γραβάτα.
«Καλά, εσύ σαν μαφιόζος είσαι.» τον πείραξε ο Δήμος. «Ησυχία τώρα, ήρθαν.»
Είδαν τις κοπέλες να καταφθάνουν σαν σταρ του σινεμά, όμορφες μα κυρίως γεμάτες αυτοπεποίθηση. Δεν ήταν όμως τρεις, άλλη μια κοπέλα ήταν μαζί τους καθώς και ένα άγνωστο σε αυτούς αγόρι. Η κοπέλα όμως ήταν γνώστη σε όλους μα κυρίως στον Γιάννη.
"Δεν μπορεί... Έλενα;" Είπε ο Γιάννης, μην πιστεύοντας στα μάτια του , θαμπωμένος από την ομορφιά της. Φορούσε ένα μακρύ, τούλινο, πριγκιπικό κόκκινο φόρεμα με ασημένια στρας στη μέση, λίγο ανοιχτό στο στήθος και με κοντά μανίκια. Τα μαλλιά της, κόκκινα στο φυσικό τους πλέον ήταν χτενισμένα σε κύματα στο πλάι. Έμοιαζε με πριγκίπισσα του Βορρά.
"Κι όμως, αυτή είναι , φίλε μου." Του είπε ο Ηρακλής καθώς τα κορίτσια και ο άγνωστος νεαρός πλησίαζαν.
"Είδες που ανησυχούσες;" Συμπλήρωσε ο Δήμος.
Όλη την ημέρα δεν είχαν μιλήσει καθόλου στο τηλέφωνο και ο Γιάννης νόμιζε πως του θύμωσε, επειδή της είπε ότι θα συνόδευε την Ιφιγένεια στο χορό. Όμως τελικά, από ότι φαινόταν του ετοίμαζε έκπληξη και είχε αποφασίσει ήδη να κατέβει στον Νότο ώστε να τον συνοδεύσει εκείνη.
Ο Ηρακλής και ο Δήμος πλησίασαν τις κοπέλες τους και ο Γιάννης την Έλενα. Αργά και διστακτικά, της πήρε το χέρι και το φίλησε, κι έπειτα εκείνη τον αγκάλιασε με συγκίνηση και κατάλαβε πόσο ανάγκη την είχε. Είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που την άγγιξε, που την είχε στα χέρια του. Είχαν γίνει τόσα πολλά αυτούς τους μήνες που ήταν χώρια... Την κοίταξε για λίγο στα μάτια και ένωσε τα χείλη τους απαλά προσέχοντας να μη χαλάσει το κραγιόν της, όμως εκείνη βάθυνε το φιλί της χωρίς να τη νοιάζει αυτό. Για λίγο ξέχασαν και οι δύο που βρίσκονταν, σαν να μεταφέρθηκαν σε ένα κόσμο δικό τους ,πιο μαγικό από τη Χώρα των Ξωτικών και τη Χώρα των Μάγων μαζί. Έπρεπε όμως κάποια στιγμή να χωριστούν, ενώ δεν είχαν ιδέα πόση ώρα είχε περάσει με τους δύο τους να φιλιούνται έτσι.
BẠN ĐANG ĐỌC
Μαγικός, Βιβλίο 2 #SCBC2024
Viễn tưởngΜετά την εξορία του Ιάσονα, οι φίλοι του προσπαθούν να γιατρέψουν τις πληγές τους και να μάθουν να ζουν χωρίς αυτόν, κρύβουν όμως μια μικρή ελπίδα ότι θα επιστρέψει. Κάτι περίεργο συμβαίνει με τον Γιάννη, καθώς μετά το πάγωμα και το μυστήριο τρόπο μ...