Κεφάλαιο 61: Μετά τη Λήξη της Μάχης

57 4 19
                                    

Ο Έλιος παρέμεινε ξαπλωμένος στο έδαφος, αδύναμος, χτυπημένος και εξαντλημένος από τη μάχη του με τον Άνθιμο όπως και όλοι οι αξιωματικοί του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι η Μάχη της Ανφάνης είχε επιτέλους τελειώσει και ευχαρίστησε τους Θεούς που τον αξίωσαν να ζήσει άλλη μια μέρα για να δει ξανά τη γυναίκα του και να γνωρίσει το μωρό τους, όταν θα ερχόταν. Το φως του ήλιου άρχισε να τον λούζει και να τον ζεσταίνει, όμως με το ξημέρωμα, μια αφύσικη ησυχία απλώθηκε στην πλάση. Κανένα πουλί δεν κελάηδησε όπως κάθε πρωινό, σαν να πενθούσαν και αυτά τους νεκρούς. Τα λόγια του Άνθιμου αντηχούσαν ακόμα στο μυαλό του Ξωτικού Άρχοντα:

«Αλλιώς είχε δει ο Ιάσονας το θάνατο σου...» Άρα, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα πέθαινε, αφού το είχε δει ο Ιάσονας αυτό ήταν σίγουρο, αν έλεγε την αλήθεια ο Άνθιμος. Το μόνο που του απέμενε να κάνει τώρα, ήταν να περάσει όσο πιο όμορφες στιγμές γινόταν με την Αθηνά και την κόρη τους και να φροντίσει ώστε να μη μείνουν απροστάτευτες όταν εκείνος θα έφευγε και ο θρόνος θα έμενε κενός.

«Άρχοντα Έλιε!» διέκοψε μια φωνή τις σκέψεις του. Ανασηκώθηκε με δυσκολία. Ήταν η Ελπινίκη με τη Ροζαλία.

Η Ελπινίκη, μετά τη μάχη της με τον Αρίσταρχο, άρχισε να αναζητεί τον Άνθιμο, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, εγκατέλειψε την προσπάθεια να τον βρει, γιατί το τάγμα της τη χρειαζόταν και αυτό είχε περισσότερη σημασία. Εξάλλου, ήξερε καλά πως η στιγμή να αναμετρηθεί μαζί του δεν είχε έρθει ακόμα. Στο Νότιο Χωριό. Εκεί θα τελείωναν όλα, εκεί που είχαν αρχίσει. Εκεί που ο Άνθιμος τη μεταμόρφωσε και την καταδίκασε, εκεί θα τον έκανε να πληρώσει για όλα τα κρίματα του ή τουλάχιστον θα προσπαθούσε, κι αν επρόκειτο να πεθάνει στον τόπο καταγωγής της δεν την ένοιαζε καθόλου. Κάποια στιγμή ωστόσο, πληροφορήθηκε από κάποιον δικό της ότι ο Άνθιμος πολεμούσε ενάντια στον Άρχοντα Έλιο και τους πέντε Αρχηγούς του και έσπευσε εκεί για να βοηθήσει. Προτού φύγει, άνοιξε μια πύλη για τη Σκοτεινή Διάσταση και την άφησε ανοιχτή με κάποιον να τη φυλάει, γιατί ήξερε πως σε λίγο θα ξημέρωνε. Η Ροζαλία την ακολούθησε στο ξέφωτο όπου πάλευαν οι δύο Άρχοντες. Τώρα που έφτασαν όμως ήταν πλέον αργά. Είχε ξημερώσει και ο Άνθιμος είχε υποχωρήσει.

Η Ροζαλία κοίταξε τους πεσμένους Αρχηγούς των Στοιχείων γύρω της και η ματιά της σταμάτησε σε έναν συγκεκριμένο.

«Ορέστη...» είπε με αγωνία κι έτρεξε κοντά του.

Η Ελπινίκη πλησίασε τον Έλιο και τον βοήθησε να σηκωθεί.

Μαγικός, Βιβλίο 2 #SCBC2024Donde viven las historias. Descúbrelo ahora