Κεφάλαιο 34: Δείπνο με τον Άνθιμο

77 3 28
                                    


Δεύτερη Σκοτεινή Διάσταση

Ο Άνθιμος ξεκίνησε να ξεναγεί τον Ιάσονα στο παλάτι μέχρι να ετοιμαστεί το μπάνιο του, τα ρούχα και το δωμάτιο του. Αφού του έδειξε όλους τους βασικούς χώρους του Μαύρου Κάστρου, βγήκαν σε ένα μπαλκόνι με υπερυψωμένο τοίχο, ο οποίος είχε χωρίσματα ανά μερικά μέτρα σαν πολεμίστρες. Από πάνω τους απλώθηκε πάλι ο κόκκινος ουρανός, ο οποίος όμως είχε αρχίσει να σκουραίνει καθώς έφτανε η νύχτα, και δάδες άρχισαν να ανάβουν μαγικά γύρω τους.

«Όπως σου είπα, Ιάσονα, η αρχή για έναν καλύτερο Κόσμο απαιτεί θυσίες. Ωστόσο, αυτή τη φορά θα προσπαθήσουμε να συγκρατήσουμε τους στρατιώτες μας ώστε να μη χαθούν τόσοι άμαχοι.» έλεγε ο Άνθιμος. Μιλούσε με ηρεμία και σοβαρότητα, σε αντίθεση με την αλαζονεία και το ειρωνικό ύφος που είχε στη μάχη μεταξύ τους.

«Θα μου δώσεις το λόγο σου ότι η οικογένεια και οι φίλοι μου δεν θα πάθουν τίποτα.» είπε ο Ιάσονας. «Και μέσα στην οικογένεια συμπεριλαμβάνω και τους γονείς που με υιοθέτησαν και με μεγάλωσαν.»

«ΧΑ! Ο κλασικός καλόκαρδος Ιάσονας. Ακόμα και αν σε πλήγωσαν οι φίλοι σου και η οικογένεια σου μια ζωή σου έλεγαν ψέματα, εξακολουθείς να νοιάζεσαι για εκείνους. Ας είναι όμως. Όσο περνάει από το χέρι μου, οι θετοί γονείς σου δεν θα πάθουν τίποτα καθότι άμαχοι. Ο γέρο- Παύλος, η Μοργκάνα και ο Σωκράτης είναι και δική μου οικογένεια, δεν θα ήθελα να τους βλάψω... Εκτός και αν επιτεθούν πρώτοι, φυσικά. Το ίδιο και οι φίλοι σου. Τότε δεν θα μπορώ να μην υπερασπιστώ τον εαυτό μου, ούτε και οι υπήκοοι μου.»

Ο Ιάσονας παρέμεινε σιωπηλός.

Ελπίζω τουλάχιστον να τα καταφέρουν να επιζήσουν απ' τον πόλεμο... σκέφτηκε, και δεν τον ένοιαζε καθόλου που άκουσε αυτή τη σκέψη του. Εκείνη τη στιγμή τους βρήκε η Θέκλα και τους πλησίασε.

«Όλα έχουν ετοιμαστεί όπως διατάξατε, Άρχοντα μου.» είπε.

«Ωραία. Ιάσονα, τώρα θα κάνεις ένα μπάνιο, θα ντυθείς ευπρεπώς επιτέλους και ύστερα θα σε οδηγήσουν στο δωμάτιο σου για να ξεκουραστείς λίγο ώσπου να στείλω πάλι κάποιον για να σε καλέσει να δειπνήσεις μαζί μου.» του είπε ο Άνθιμος. «Θέκλα, οδήγησε τον σε παρακαλώ.»

«Μάλιστα, Εξοχότατε. Έλα μαζί μου, Μαγικέ.» του είπε η γυναίκα με το μονίμως αυστηρό ύφος και περπάτησε μπροστά με τον Ιάσονα να ακολουθεί.

Τον οδήγησε σε ένα δωμάτιο με μια μπανιέρα στη μέση, την οποία μερικές υπηρέτριες είχαν γεμίσει με νερό και αιθέρια έλαια. Φυσικά και οι υπηρέτριες ήταν όλες ξωτικόλακες, και αντάλλαξαν πονηρά βλέμματα και γελάκια μόλις τον είδαν σαν ερωτευμένες έφηβες. Η Τρίτη Λοχαγός τον άφησε και αφού έκλεισε την πόρτα απομακρύνθηκε. Το δωμάτιο είχε μερικά ντουλάπια, ράφια με πετσέτες και διάφορα μπουκαλάκια με έλαια και ίσως καλλυντικά, σαμπουάν και αφρόλουτρα και στον αριστερό τοίχο ένας ολόσωμος καθρέφτης. Δεν πρόλαβε να πλησιάσει όμως, γιατί οι υπηρέτριες τον πήραν από τα χέρια αμέσως και τον οδήγησαν στη μπανιέρα. Πρόλαβε μόνο να δει μια φορεσιά μεσαιωνικού τύπου με σκούρα χρώματα παρόμοια με τα ρούχα του Άνθιμου.

Μαγικός, Βιβλίο 2 #SCBC2024Where stories live. Discover now