Ξυπνούσα το πρωί με την ελπίδα να τον αλλάξω τον κόσμο.
Τοσες λέξεις και συλλαβές και γράμματα σχημάτιζαν ιδέες στο μυαλό μου.Τα πρόσωπα άλλαζαν μα είχαν όλα την ιδία μισητή οψη.
Στο μυαλό μου είχα σπάσει τις αλυσίδες χρόνια τωρα,μια αρχή κράτησα μονο,μια αρχή που μου δίνει δυναμη,όλα τα αλλά τα εκαψα.Σκορπισα τη στάχτη στον αέρα.
Ούτε την προθήκη τους εσπασα,ουτε τους ακολούθησα, μα κάπου κάπου γέμιζα οργη.Εμαθα να αγαπώ την οργή μου και εκείνη μου έδινε απλόχερα έμπνευση να γραφώ και να φτιάχνω εικονες.
Ητανε συμφωνια.
Οτι έβγαινε από μέσα μου δεν είχε δεσμα,ηταν σαν ερωτας...ειχε οργή και χρωματα.
Δεν ξέρω αν πιστεύω στους ανθρωπους,δε τους εμπιστευομαι.Μα από την άλλη αν δεν πιστευα σ'αυτους γιατι ηθελα το καλο τους;Γιατι δεν αντεχα την αδικια;Και εκεινοι;εκεινοι αραγε τι ενιωθαν;Ενιωθαν;
Γιατι δεν μας αγκαλιαζουν;Εχει λαμψη στο περιθωριο και φοβουνται το φως.Αφησαν τα σωματα τους,τα νοσηρα,να βαδιζουν στο σκοταδι.Ο δεικτης τους στρεφεται στη λαμψη μας,εμεις οργη,αυτοι οργη.
Διαλεξε ο ανθρωπος να ζησει με αλλους και εκεινοι του μαθαν τη μοναξια.
Λέξεις, συλλαβες και γραμματα που εγιναν σελιδες μα ακομα τιποτα δεν εμαθα και τιποτα δεν ειδα.Σταματησε τις σκεψεις μου εκεινος.Μετα παλι στο περιθωριο.
Όσο μεγαλωνα φλερταρα με την αποτυχια.Το κρεβατι μου εγινε σκληρο και δεν κοιμαμαι πια.Με κυνηγάει η αποτυχια και σφιγγει το στομαχι μου.Βρέχει εδώ ,συνεχεια βρεχει.Εκεινοι στο σκοταδι τους,εμεις να παλευουμαι να κρατησουμε το φως μας.Τα μισητα προσωπα εκει.Μα εχει λεξεις,συλλαβες,γραμματα και σελιδες και δεν ποναει τοσο.