Σας μίλησα για ανάσες νεκρών μα ουρλιαχτά βγήκαν πως οι νεκροί δεν ανασαίνουν.
Ανόητοι!
Οι φωνές τους ηχούν μες το κεφάλι μου.
Οι σκέψεις τους μορφή πήραν.
Στάχτη τους κάνατε που στα πέλαγα ταξιδεύει.
Χώμα τους προσφέρατε που ποτέ δεν τους φιμωσε.
Τα μάτια τους σπαλισατε απαλά.
Τα χέρια τους σταυρωσατε..μα κείνοι δε χαθήκαν.
Αρνήθηκαν για τους ποντικούς τροφή να γίνουν.
Δαμασαν τη λήθη μεσα στη σκιά .
Μετά την ιππευσαν στο φως του ήλιου μέχρι το σωμα τους ο χειριστος προδότης να γίνει.
Βγάλτε το λίθινο κατασκεύασμα απο το προσκεφάλι τους.
Στο αιωνιο κρεβάτι τους δάκρυ μην αφήσετε..
Δεν είναι νεκροί.
Ανασαίνουν.
Το ταξίδι τους,τους εφθειρε και γαλήνη αναζητούν.
Σωπαστε!
Μόνο η σιγή την πνοή τους φανερώνει.