Απο τη μικρή φυλακή απεδρασα και ας μου παρείχε ζεστασιά.
Προτίμησα γυμνή να βαδίζω στον παγερό χειμώνα.
Με τα μαλλιά μου λυτά χορεύω το χορό της ελευθερίας.
Οι σκέψεις με σκοτώνουν.
Το αλκοόλ ψιθυρίζει το ονομα μου.
Η νύχτα αρνείται να μου προσφέρει γαλήνη.
Όλα έγιναν όπως πρώτα,ολα έγιναν παλι οικεία.
Μου πέταξε κέρματα καλοσύνης μα δεν φτάνουν να αγοράσουν το ενδιαφέρον μου.
Ήθελα τα πάντα.
Δεν ήθελα τίποτα.
Δεν μπορεί κανείς να κάνει το μυαλό μου να συμβιβαστεί.
Δεν ποθησε η καρδιά μου ποτέ το μετριοπαθες.
Ακουμπω τα χείλη μου στα χείλη της μοναξιάς και την προσκαλώ στη ζοφερή μου κλίνη.
Καταστρέφοντας δημιούργησα το παλάτι με τα συντρίμμια μου.
Το κεφάλι μου έσπαζε ένας γνώριμος πόνος.
Φόρεσα ξανά το σκουριασμένο στέμμα μου.
Στο άδειο μου ανάκτορο παλι βασιλευω.
Υψωσα τα τείχη αλλη μια φορά.
Ακόμα πιο επιβλητικά τώρα.
Ασφαλής στα χέρια της σκοτεινής αγκαλιάς αδειαζω το μπουκάλι μου.
Η θλιβερή μου ευτυχία.