Ασε τη σελήνη να πεθάνει αφού ο ουρανός τα μαύρα του έβαλε.
Φιμωσε τα αστέρια μη τολμήσουν και θρηνήσουν.
Δε θέλω το κλαμα τους να ακούσω.
Στα πουλιά που πετουνε πες πως τον ήλιο δε φοβάμαι.
Τα κερινα φτερα μου θα βάλω και θ'ανταμωσουμε.
Ένα τραγούδι όλοι μαζί θα πούμε και ύστερα το σώμα μου έρμαιο του πελάγους θα γίνει.
Γυρίζω πίσω στο ίδιο ταβάνι.
Τα μάτια μου σιχάθηκε να βλέπει.
Σκέψεις ταλαιπωρημενες στο πάτωμα ξεψυχουν όσο νεες γεννιουνται απο τα άθλια πτώματα τους.
Συμβαίνει όταν χάνω ένα απο τα εννιά κεφάλια μου...
Ο πόνος κάνει κύκλους στις φλέβες μου.
Δε φεύγει.
Δεν έχω δάκρυα.
Τοτε ξάφνου με βρήκε.
Κοίταξε τις μαύρες μου κορες με απορία.
Ένα μάτι είχε,Κύκλωπας δεν ηταν.
Σα στοργική μάνα μ'αγκάλιασε.
"Νιώθω κενη!",του φώναξα.
"Θα αδειασω για να σε γεμίσω",αποκρίθηκε.
Σήκωσα το μπουκαλι και ήπια μια γουλιά.