Ξυπναω με το κεφάλι μου βαρύ από σκέψεις και λίγο απο το χθεσινο αλκοόλ.
Σιχαθηκα να διαλεγω ρούχα.
Σιχαθηκα τα πλημμυρισμενα από νεύρα λεωφορεία.
Δεν ξέρω τι συμβαίνει μα όλοι είναι μιζεροι.
Η άνοιξη δε λέει να έρθει.
Η βροχή δε λέει να σταματήσει.
Κάτω από την κουκούλα μου γεμιζω λέξεις το λευκό.
Επειδή είναι άδειο και μόνο του χωρίς εκείνες.
Αν ποτέ σου κάπου με δεις μη μου μιλησεις.
Αν πότε σου κάπου με δεις χαμόγελα μου..γιατί σιχαθηκα τη θλίψη.
Μέ τις γεμάτες μυστήριο κόρες σου κοίτα το ανοίκειο πρόσωπο μου.
Και ας είναι αυτή η μόνη φορά που θα συναντηθούμε στο άπειρο της αιωνιότητας και στο παροδικό μιας ζωής.
Αν ποτέ σου διαβασες αυτά που γράφω τότε μάλλον είσαι τόσο μπερδεμένος όσο εγώ.
Χαμένος αναμεσα σε λέξεις, ιδέες, ανθρώπους και γεμάτα λεωφορεία.
Πνιγμένος σε τοίχους και ελεύθερος σαν αετός..μόνος.. μα ελεύθερος.
Αν κάπου τύχει και με δεις μη με πλησιάζεις γιατί μπορεί να σε πνίξει το σκοτάδι μου.
Μα σε παρακαλώ χαμόγελα μου γιατί ίσως να το διώξεις.
Και αν στη μπω μη διαστάσεις να μου τη μπεις γιατί είμαι περίεργη και μόνο έτσι φτιαχνομαι.
Αυτή είναι η στάση μου.
Αντίο.